ὑπότροχος: Difference between revisions
Ὥσπερ αὐτοῦ τοῦ ἡλίου μὴ ὄντος καυστικοῦ, ἀλλ' οὔσης ζωτικῆς καὶ ζωοποιοῦ θέρμης ἐν αὐτῷ καὶ ἀπλήκτου, ὁ ἀὴρ παθητικῶς δέχεται τὸ ἀπ' αὐτοῦ ϕῶς καὶ καυστικῶς· οὕτως οὖν ἁρμονίας οὔσης ἐν αὐτοῖς τινὸς καὶ ἑτέρου εἴδους ϕωνῆς ἡμεῖς παθητικῶς ἀκούομεν → Just as although the Sun itself does not cause burning but has a heat in it that is life-giving, life-engendering, and mild, the air receives light from it by being affected and burned, so also although there is a certain harmony and a different kind of voice in them, we hear it by being affected.
(44) |
(4b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον, ΜΑ<br />(για οχήματα ή άλλες κατασκευές) αυτός που έχει τροχούς [[αποκάτω]], [[τροχοφόρος]] (α. «[[μηχάνημα]] ὑπότροχον», Σχόλ. <b>Αριστοφ.</b><br />β. «ὑπότροχα πορεῑα», <b>Πολ.</b><br />γ. «[[ὑπότροχος]] [[δίφρος]]» — παιδικό [[καροτσάκι]], Σωρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[τροχός]] (<b>πρβλ.</b> <i>πρό</i>-<i>τροχος</i>)]. | |mltxt=-ον, ΜΑ<br />(για οχήματα ή άλλες κατασκευές) αυτός που έχει τροχούς [[αποκάτω]], [[τροχοφόρος]] (α. «[[μηχάνημα]] ὑπότροχον», Σχόλ. <b>Αριστοφ.</b><br />β. «ὑπότροχα πορεῑα», <b>Πολ.</b><br />γ. «[[ὑπότροχος]] [[δίφρος]]» — παιδικό [[καροτσάκι]], Σωρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[τροχός]] (<b>πρβλ.</b> <i>πρό</i>-<i>τροχος</i>)]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὑπότροχος:''' передвигающийся на колесах (πορεῖα Polyb.; τὸ [[βάρος]] Diod.). | |||
}} | }} |
Revision as of 08:04, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A on wheels, μηχανήματα Ph. Bel.85.39; πορεῖα Plb.8.34.11; σχεδία Ath.Mech.9.15, cf. D.S.20.48,91, Onos.42.3; δίφρος (for babies) Sor.1.114.
German (Pape)
[Seite 1237] worunter Räder sind, auf Rädern beweglich, πορεῖα, Pol. 8, 36, 11; D. Sic. 20, 48. 91.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπότροχος: -ον, ὁ ἔχων τροχοὺς ὑποκάτω, κινούμενος ἐπὶ τροχῶν, πορείων ὑποτρόχων κατασκευασθέντων Πολύβ. 8. 36, 11, πρβλ. Διόδ. 20. 48, 91.
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
(για οχήματα ή άλλες κατασκευές) αυτός που έχει τροχούς αποκάτω, τροχοφόρος (α. «μηχάνημα ὑπότροχον», Σχόλ. Αριστοφ.
β. «ὑπότροχα πορεῑα», Πολ.
γ. «ὑπότροχος δίφρος» — παιδικό καροτσάκι, Σωρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + τροχός (πρβλ. πρό-τροχος)].
Russian (Dvoretsky)
ὑπότροχος: передвигающийся на колесах (πορεῖα Polyb.; τὸ βάρος Diod.).