ἀποχωρίζω: Difference between revisions

From LSJ

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source
(3)
(1b)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀποχωρίζω:''' Αττ. μέλ. <i>-ῐῶ</i>, [[διαχωρίζω]] ή [[ξεχωρίζω]] από, τι ἀπό τινος, σε Πλάτ.
|lsmtext='''ἀποχωρίζω:''' Αττ. μέλ. <i>-ῐῶ</i>, [[διαχωρίζω]] ή [[ξεχωρίζω]] από, τι ἀπό τινος, σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀποχωρίζω:''' <b class="num">1)</b> отделять (τί τινος, ἔκ и [[ἀπό]] τινος Plat.);<br /><b class="num">2)</b> выделять (ὡς ἓν [[εἶδος]] Plat.; τάξεις αἵτινες βοηθήσουσι Lys.).
}}
}}

Revision as of 08:36, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποχωρίζω Medium diacritics: ἀποχωρίζω Low diacritics: αποχωρίζω Capitals: ΑΠΟΧΩΡΙΖΩ
Transliteration A: apochōrízō Transliteration B: apochōrizō Transliteration C: apochorizo Beta Code: a)poxwri/zw

English (LSJ)

   A separate from, τὸ χεῖρον ἀπὸ βελτίονος Pl.Sph.226d:—Pass., to be separated from, πυρός Id.Ti.59d; ἐξ ἰνῶν αἷμα ἀ. ib.84a.    2 separate, set apart, detach, Lys.16.16; ἀ. ὡς ἓν εἶδος separate and put into one class, Pl. Plt.262e; ἀπὸ βασιλικῆς τε καὶ πολιτικῆς πράξεως ib.289d.    3 Pass., to be vomited, Herod. Med. in Rh.Mus.58.99.

German (Pape)

[Seite 337] absondern, trennen, τὸ χεῖρον ἀπὸ βελτίονος Plat. Soph. 226 d; αἷμα ἐξ ἰνῶν ἀποχωριζόμενον Tim. 84 a; τὰς τάξεις Lys. 16, 16, abtreten lassen, wegschicken.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποχωρίζω: μέλλ. Ἀττ. -ῐῶ: -χωρίζωἀποχωρίζω τὶ ἀπό τινος, τὸ χεῖρον ἀπὸ βελτίονος Πλάτ. Σοφ. 226D, πρβλ. Πολιτικ. 289C: - Παθ. ἀποχωρίζομαι ἀπό τινος, πυρὸς ὁ αὐτ. Τίμ. 59D· ἐξ ἰνῶν αἷμα ἀπ. αὐτόθι 84Α. 2) ἀποχωρίζω, τίθημί τι χωρίς, κατ’ ἰδίαν, ἀπομακρύνω τὸ ἕν ἀπὸ τοῦ ἄλλου, ἀποχωρίσαι τάξεις Λυσ. 147.17· ἀπ. ὡς ἕν εἶδος, χωρίζω καὶ κατατάσσω εἰς μίαν τάξιν, Πλάτ. Πολιτ. 262D.

French (Bailly abrégé)

séparer.
Étymologie: ἀπό, χωρίζω.

Spanish (DGE)

1 en v. med.-pas. separarse c. gen. del agua πυρὸς ἀποχωρισθέν Pl.Ti.59d, ἀποχωριζομένη δέρματος ἑκάστη θρίξ Pl.Ti.76c, πολιτικῆς ἐπιστήμης ἀποκεχωρίσθαι Pl.Plt.303e, ἐν τῷ ἀποκεχωρισμένῳ τοῦ οἴκου LXX Ez.43.21, μὴ ἀποχωρισθῶμεν ἀλλήλων PAnt.93.9 (IV d.C.)
c. giros prep. ἐξ ἰνῶν αἷμα ... ἀποχωριζόμενον Pl.Ti.84a, ἀπεχωρίσθησαν ἀπὸ βασιλικῆς ... πράξεως Pl.Plt.289d, cf. D.C.71.4.2
divorciarse ἀποχωρισθῆναι ἀπ' ἀλλήλων PMasp.153.13 (VI d.C.), ἀπ' αὐτοῦ PLond.1731.11 (VI d.C.)
abs. ἀποχωρισθέντων τῶν ἔμπροσθεν alejados los anteriores (pretendientes) Pl.Plt.291a
retraerse, retirarse ὁ οὐρανὸς ἀπεχωρίσθη ὡς βιβλίον ἑλισσόμενον el cielo se retrajo como un libro enrollado, Apoc.6.14.
2 en v. act. separar τὸ μὲν χεῖρον ἀπὸ βελτίονος Pl.Sph.226d, cf. 256b, ψηφισαμένων τῶν ἀρχόντων ἂποχωρίσαι τάξεις αἵτινες βοηθήσουσι habiendo decidido los generales separar algunos batallones para que ayudaran Lys.16.16, ἀπὸ πάντων ὡς ἓν εἶδος ἀποχωρίζων separando (un número) de todos los otros como si constituyera una sola especie Pl.Plt.262e, ἀποχωρίσαι πλοίῳ apartar (¿el dinero?) para la nave, PCair.Zen.753.37 (III a.C.).

English (Strong)

from ἀπό and χωρίζω; to rend apart; reflexively, to separate: depart (asunder).

English (Thayer)

(1st aorist passive ἀπεχωρίσθην); to separate, sever (often in Plato); to part asunder: passiveοὐρανός ἀπεχωρίσθη, to separate oneself, depart from: ἀποχωρισθῆναι αὐτούς ἀπ' ἀλλήλων, Acts 15:39.

Greek Monolingual

(AM ἀποχωρίζω)
1. χωρίζω κάτι από άλλο
2. (-ομαι) χωρίζομαι από κάποιον ή κάτι
μσν.- νεοελλ.
κάνω διάκριση, ξεχωρίζω
μσν.
1. περιφρονώ
2. εγκαταλείπω.

Greek Monotonic

ἀποχωρίζω: Αττ. μέλ. -ῐῶ, διαχωρίζω ή ξεχωρίζω από, τι ἀπό τινος, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

ἀποχωρίζω: 1) отделять (τί τινος, ἔκ и ἀπό τινος Plat.);
2) выделять (ὡς ἓν εἶδος Plat.; τάξεις αἵτινες βοηθήσουσι Lys.).