ὀνειροπόλος: Difference between revisions

From LSJ

ἄλογον δὴ τὸ μήτε μάχης ἄρξασθαι μήτε τοὺς φίλους φυλάξαι, ἐὰν ὑπό γε τῶν βαρβάρων ἀδικῆσθε → It is irrational neither to begin battle nor to guard the friends, if you are ever wronged by the foreigners

Source
(5)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὀνειροπόλος:''' ὁ ([[πολέω]]), [[κάποιος]] που ασχολείται υπερβολικά με τα όνειρα, [[ονειροπόλος]], [[αιθεροβάμων]] ή [[ερμηνευτής]] ονείρων, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.
|lsmtext='''ὀνειροπόλος:''' ὁ ([[πολέω]]), [[κάποιος]] που ασχολείται υπερβολικά με τα όνειρα, [[ονειροπόλος]], [[αιθεροβάμων]] ή [[ερμηνευτής]] ονείρων, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὀνειροπόλος:''' ὁ снотолкователь Hom., Her.
}}
}}

Revision as of 09:08, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀνειροπόλος Medium diacritics: ὀνειροπόλος Low diacritics: ονειροπόλος Capitals: ΟΝΕΙΡΟΠΟΛΟΣ
Transliteration A: oneiropólos Transliteration B: oneiropolos Transliteration C: oneiropolos Beta Code: o)neiropo/los

English (LSJ)

(parox.), ὁ,

   A interpreter of dreams, Il.1.63,5.149, Hdt.1.128,5.56, Ph.1.664.    II Adj. of or belonging to dreams, Orph.A.35,601.

German (Pape)

[Seite 346] der sich mit Träumen beschäftigt, bes. um die Zukunft daraus vorherzusagen, der Traumdeuter; Il. 1, 63; γέρων, 5, 149; nach Schol. zur ersteren Stelle aber genauer der, welcher die Träume hat.

Greek (Liddell-Scott)

ὀνειροπόλος: ὁ, (πολέω) ὁ ἀσχολούμενος εἰς ὀνείρους, ὁ ὀνειρευόμενος, ἢ ὁ ἑρμηνεύων ὀνείρους, Ἰλ. Α. 63, Ε. 149, Ἡρόδ. 1. 128., 5. 56. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., ὁ ἀνήκων εἰς ὀνείρους, Ὀρφ. Ἀργ. 35. 599.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui concerne l’interprétation des songes : ὁ ὀνειροπόλος l’interprète des songes.
Étymologie: ὄνειρος, πολέω.

Greek Monolingual

-α, -ο (Α ὀνειροπόλος, -ον) (ως επίθ. και ως ουσ.) νεοελλ. αυτός που ονειροπολεί, που ζει μέσα στον κόσμο τών, ονείρων και πλάθει με τη φαντασία του διάφορες εικόνες και καταστάσεις, φαντασιοκόπος
αρχ.
1. αυτός που επιδίδεται στην ερμηνεία τών ονείρων, ονειροκρίτης
2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα όνειρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνειρος + -πόλος (< πέλω / πέλομαι «περιφέρομαι»), πρβλ. νυκτι-πόλος.

Greek Monotonic

ὀνειροπόλος: ὁ (πολέω), κάποιος που ασχολείται υπερβολικά με τα όνειρα, ονειροπόλος, αιθεροβάμων ή ερμηνευτής ονείρων, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

ὀνειροπόλος: ὁ снотолкователь Hom., Her.