ἀναμοχλεύω: Difference between revisions

From LSJ

οὐ γὰρ πράξιν ἀγαθὴν, ἀλλὰ καὶ εὖ ποεῖν αὐτὴν → it does not suffice to do good–one must do it well

Source
(2)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀναμοχλεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[ανυψώνω]] με μοχλό, [[ανακινώ]] βίαια, <i>πύλας</i>, σε Ευρ.
|lsmtext='''ἀναμοχλεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[ανυψώνω]] με μοχλό, [[ανακινώ]] βίαια, <i>πύλας</i>, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀναμοχλεύω:''' <b class="num">1)</b> взламывать с помощью лома (πύλας Eur.);<br /><b class="num">2)</b> срывать с основ, опрокидывать (τὴν Ὄσσαν Luc.).
}}
}}

Revision as of 09:28, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναμοχλεύω Medium diacritics: ἀναμοχλεύω Low diacritics: αναμοχλεύω Capitals: ΑΝΑΜΟΧΛΕΥΩ
Transliteration A: anamochleúō Transliteration B: anamochleuō Transliteration C: anamochleyo Beta Code: a)namoxleu/w

English (LSJ)

   A raise by a lever, ἀ. πύλας force open the gates, E.Med. 1317; τὴν Ὄσσαν Luc.Cont.4: metaph. of dislocated limbs, Gal.18 (1).403.

German (Pape)

[Seite 198] mit dem Hebel aufbrechen, πύλας Eur. Med. 1317; emporheben, ῄσσαν Luc. Cont. 4; Verborgenes gewaltsam an's Licht ziehen, Heliod.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναμοχλεύω: κινῶ ἢ ἐγείρω διὰ μοχλοῦ, βιάζω, ἀναμοχλεύειν πύλας Εὐρ. Μήδ. 1317, ἔνθα ἴδε Πόρσ. (1314)· - ἀνακινῶ, ὥστε ἀναμοχλεύωμεν τὴν Ὄσσαν πρῶτον Λουκ. Χάρ. 4: - μεταφ., τί ταῦτα κινεῖς κἀναμοχλεύεις; Ἡλιοδ. Αἰθ. τόμ. Α΄. σ. 13 ἐν τέλει, ἔκδ. Κοραῆ.

French (Bailly abrégé)

forcer (une porte) avec un levier.
Étymologie: ἀνά, μοχλεύω.

Spanish (DGE)

1 apalancar, levantar con una palanca τὴν Ὄσσαν Luc.Cont.4
arrancar de raíz τὸν σὸν νεοφύτιον SB 7995.25 (III a.C.), (τοὺς πόδας) ἐξ ἁρμῶν ἀναμοχλεύοντες ἐξεμέλιζον LXX 4Ma.10.5, cf. Hsch.s.u. ἀνοχλίζων.
2 abrir, desatrancar πύλας E.Med.1317, τὰ καθ' ᾅδου Epiph.Const.Haer.77.29
fig. τὸν νοῦν Cyr.Al.M.73.428C
de articulaciones dislocadas reducir Gal.18(1).403.
3 fig. ἀ. λόγους pronunciar palabras Gr.Naz.M.38.147A.

Greek Monolingual

ἀναμοχλεύω)
ανασηκώνω, μετακινώ αντικείμενο με μοχλό
νεοελλ.
εξάπτω, ανακινώ θέμα λησμονημένο, φέρνω κάτι πάλι στην επιφάνεια, υποδαυλίζω
αρχ.
1. παραβιάζω, ανοίγω βίαια
2. αποκαλύπτω κάτι κρυφό, φέρνω σε φως, φανερώνω βίαια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + μοχλεύω < μοχλός.
ΠΑΡ. μσν.-νεοελλ. αναμόχλευση (-ις)].

Greek Monotonic

ἀναμοχλεύω: μέλ. -σω, ανυψώνω με μοχλό, ανακινώ βίαια, πύλας, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἀναμοχλεύω: 1) взламывать с помощью лома (πύλας Eur.);
2) срывать с основ, опрокидывать (τὴν Ὄσσαν Luc.).