συνεκπονέω: Difference between revisions
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
(6) |
(nl) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''συνεκπονέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[συμβάλλω]] στην [[εκτέλεση]] ενός πράγματος, σε Ευρ.· [[συντελώ]] στην [[επίτευξη]] ή το [[αποτέλεσμα]], στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[χωρίς]] αιτ., [[συνεκπονέω]] τινί, [[βοηθώ]] κάποιον στον ύψιστο βαθμό, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> [[συμβάλλω]] στην [[υποστήριξη]], συνεκπονοῦσα [[κῶλον]], στον ίδ. | |lsmtext='''συνεκπονέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[συμβάλλω]] στην [[εκτέλεση]] ενός πράγματος, σε Ευρ.· [[συντελώ]] στην [[επίτευξη]] ή το [[αποτέλεσμα]], στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[χωρίς]] αιτ., [[συνεκπονέω]] τινί, [[βοηθώ]] κάποιον στον ύψιστο βαθμό, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> [[συμβάλλω]] στην [[υποστήριξη]], συνεκπονοῦσα [[κῶλον]], στον ίδ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=συν-εκπονέω helpen tot stand te brengen of te realiseren, met acc. iets:; ὡς τῷ θανόντι χάριτα δὴ συνεκπονῶν alsof hij helpt eer te bewijzen aan de gestorvene Eur. Hel. 1378; met dat. (iem.) helpen (om iets uit te voeren). | |||
}} | }} |
Revision as of 10:48, 31 December 2018
English (LSJ)
A help in working out, τῷ θανόντι χάριτα E.Hel.1378; help in achieving or effecting, φυγάς Id.IT1063; τάδε Id.Hel.1406. 2 without acc., σ. τινί join in labour with, assist to the utmost, Id.Ion 850, Fr.136; συνεκπονοῦσα κῶλον perh. sharing the leg-work, i.e. helping me to walk, Id.Ion 740.
German (Pape)
[Seite 1013] zugleich mit Einem ausarbeiten, τινί, Eur. Ion 850; τῷ θανόντι χάριτα συνεκπονῶν, Hel. 1394; Einem in der Arbeit helfen, Plut. reip. ger. praec. 13, bis ans Ende mit Einem ausharren.
Greek (Liddell-Scott)
συνεκπονέω: συνδιενεργῶ, συνεκτελῶ, ὡς τῷ θανόντι χάριτα δεῖ συνεκπονεῖν Εὐρ. Ἑλ. 1378· συνεργῶ, συμπράττω εἴς τι, φυγὰς ὁ αὐτ. ἐν Ι. Τ. 1063· τάδε ἐν Ἑλ. 1406. 2) ἄνευ αἰτ., σ. τινι, συνεργῶ προθύμως, βοηθῶ τινα τὰ μέγιστα, ὁ αὐτ. ἐν Ἴωνι 850, ἐν Ἀποσπ. 132. ΙΙ. βοηθῶ εἰς ὑποστήριξην, ὁμοῦ ὑποστηρίζω, συνεκπονοῦσα κῶλον ὁ αὐτ. ἐν Ἴωνι 740.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
aider à accomplir ou à supporter, acc..
Étymologie: σύν, ἐκπονέω.
Greek Monotonic
συνεκπονέω: μέλ. -ήσω,
I. 1. συμβάλλω στην εκτέλεση ενός πράγματος, σε Ευρ.· συντελώ στην επίτευξη ή το αποτέλεσμα, στον ίδ.
2. χωρίς αιτ., συνεκπονέω τινί, βοηθώ κάποιον στον ύψιστο βαθμό, στον ίδ.
II. συμβάλλω στην υποστήριξη, συνεκπονοῦσα κῶλον, στον ίδ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συν-εκπονέω helpen tot stand te brengen of te realiseren, met acc. iets:; ὡς τῷ θανόντι χάριτα δὴ συνεκπονῶν alsof hij helpt eer te bewijzen aan de gestorvene Eur. Hel. 1378; met dat. (iem.) helpen (om iets uit te voeren).