προκαθίστημι: Difference between revisions

From LSJ

κάλλιστον ἐφόδιον τῷ γήρᾳ ἡ παιδεία (Aristotle, quoted by Diogenes Laertius 5.21) → the finest provision for old age is education

Source
(6)
(nl)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προκαθίστημι:''' μέλ. <i>-στήσω</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[τοποθετώ]] [[κάτι]] [[εμπρός]]· ομοίως στη Μέσ., σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> Παθ., με αόρ. βʹ και Ενεργ. παρακ., <i>φυλακῆς μὴ προκαθεστηκυίας</i>, δεν έχουν τοποθετήσει [[φρουρά]] από [[πριν]], σε Θουκ.
|lsmtext='''προκαθίστημι:''' μέλ. <i>-στήσω</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[τοποθετώ]] [[κάτι]] [[εμπρός]]· ομοίως στη Μέσ., σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> Παθ., με αόρ. βʹ και Ενεργ. παρακ., <i>φυλακῆς μὴ προκαθεστηκυίας</i>, δεν έχουν τοποθετήσει [[φρουρά]] από [[πριν]], σε Θουκ.
}}
{{elnl
|elnltext=προ-καθίστημι voorop opstellen; perf. intrans. voorop opgesteld staan:. φυλακῆς οὐ προκαθεστηκυίας omdat er geen wacht voor de stad stond Thuc. 2.2.3.
}}
}}

Revision as of 11:00, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προκαθίστημι Medium diacritics: προκαθίστημι Low diacritics: προκαθίστημι Capitals: ΠΡΟΚΑΘΙΣΤΗΜΙ
Transliteration A: prokathístēmi Transliteration B: prokathistēmi Transliteration C: prokathistimi Beta Code: prokaqi/sthmi

English (LSJ)

   A appoint beforehand, ἄρχειν αὐτὸν τῶν σωματοφυλάκων . . προκαταστήσας D.C.58.9.    2 Med., φύλακας προκαθιστάμενοι causing them to be posted in front, X.Hier.6.9.    3 Med., prepare or arrange before, προκαταστήσασθαι τὸν λόγον D.H.Rh.5.2: abs., establish before, προκαταστήσασθαι ὅτι . . S.E.M.8.379, cf. Anon. Lond.38.55, Theo Sm.p.120 H.    II Pass., with aor. 2 and pf. Act., intr., to be set before, φυλακῆς μὴ προκαθεστηκυίας no guard having been set, Th.2.2, cf. J. AJ15.8.4.    2 to be established before, S.E.M.11.41.

German (Pape)

[Seite 727] (s. ἵστημι), vorher niedersetzen, hinstellen, φύλακας πρὸ στρατοπέδου, Xen. Hier. 6, 9; med. u. intr. tempp. vorher niedergesetzt sein, dastehen φυλακῆς μὴ προκαθεστηκυίας, da vorher dort keine Besatzung eingesetzt war, Thuc. 2, 2; Sp.; – προκατεστησάμεθα, wir haben es früher behauptet, S. Emp. adv. log. 2, 379, vgl. adv. eth. 41.

Greek (Liddell-Scott)

προκαθίστημι: καθίστημι, τοποθετῶ τι ἐμπρός· οὕτως ἐν τῷ μέσ., φύλακας προκαθιστάμενοι, τοποθετοῦντες ἔμπροσθεν, Ξεν. Ἱέρ. 9. 2) παρασκευάζω ἢ τακτοποιῶ πρότερον, προκαταστήσασθαι τὸν λόγον Διον. Ἁλ. Τέχνη Ρητ. 5. 2· ἀπολ., ὁρίζω πρότερον, προκαταστήσασθαι ὅτι... Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 8. 379. ΙΙ. Παθ., μετ’ ἀορ. β΄ καὶ πρκμ. ἐνεργ., ἀμεταβ., τοποθετοῦμαι πρότερον, φυλακῆς μὴ προκαθεστηκυίας Θουκ. 2. 2. 2) καθορίζομαι πρότερον Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 11. 41.

French (Bailly abrégé)

f. προκαταστήσω, etc.
1 tr. placer devant (pour protéger);
2 intr. (à l’ao.2 προκατέστην et au pf. προκαθέστηκα) être établi auparavant (pour se défendre) acc..
Étymologie: πρό, καθίστημι.

Greek Monolingual

Α καθίστημι
1. τοποθετώ, διορίζω εκ τών προτέρων («ἄρχειν αὐτὸν τῶν σωματοφυλάκων... προκαταστήσας», Δίων Κάσα)
2. (μέσ. με ενεργ. σημ.) προκαθίσταμαι
α) παρασκευάζω, τακτοποιώ εκ τών προτέρων («οὕτω προκαταστησάμενον τὸν λόγον», Δίον. Αλ.)
β) ορίζω εκ τών προτέρων («ὅτι τῶν ἀδήλων ἐστὶν ἡ ἀπόδειξις προκατεστησάμεθα», Σέξτ. Εμπ.)
3. παθ. α) τοποθετούμαι, διορίζομαι εκ τών προτέρων
β) καθορίζομαι εκ τών προτέρων.

Greek Monotonic

προκαθίστημι: μέλ. -στήσω·
I. τοποθετώ κάτι εμπρός· ομοίως στη Μέσ., σε Ξεν.
II. Παθ., με αόρ. βʹ και Ενεργ. παρακ., φυλακῆς μὴ προκαθεστηκυίας, δεν έχουν τοποθετήσει φρουρά από πριν, σε Θουκ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προ-καθίστημι voorop opstellen; perf. intrans. voorop opgesteld staan:. φυλακῆς οὐ προκαθεστηκυίας omdat er geen wacht voor de stad stond Thuc. 2.2.3.