Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

συναγωγεύς: Difference between revisions

From LSJ

Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.

Valerius Maximus, De Factis Dictisque
(6)
(4)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συνᾰγωγεύς:''' ὁ,<br /><b class="num">I.</b> αυτός που οδηγεί στο ίδιο [[σημείο]], αυτός που συγκαλεί, αυτός που συναθροίζει, σε Λυσ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που συνδέει, σε Πλάτ.
|lsmtext='''συνᾰγωγεύς:''' ὁ,<br /><b class="num">I.</b> αυτός που οδηγεί στο ίδιο [[σημείο]], αυτός που συγκαλεί, αυτός που συναθροίζει, σε Λυσ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που συνδέει, σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''συνᾰγωγεύς:''' έως ὁ<br /><b class="num">1)</b> соединитель, объединитель (τῆς ἀρχαία; φύσεως Plat.);<br /><b class="num">2)</b> собиратель, устроитель, тж. агитатор (συναγωγεῖς τῶν πολιτῶν Lys.; [[θιασάρχης]] καὶ ξ. Luc.).
}}
}}

Revision as of 12:48, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνᾰγωγεύς Medium diacritics: συναγωγεύς Low diacritics: συναγωγεύς Capitals: ΣΥΝΑΓΩΓΕΥΣ
Transliteration A: synagōgeús Transliteration B: synagōgeus Transliteration C: synagogeys Beta Code: sunagwgeu/s

English (LSJ)

έως, ὁ,

   A one who brings together, assembler, τῶν πολιτῶν Lys.12.43, cf. Luc.Peregr.11; convener of a σύνοδος, Durrbach Choix d'inscr. de Délos 162 (i B.C.), OGI573.10 (Cilicia, i A.D.), Supp.Epigr. 1.330B3 (Istros, ii A.D.); λόγος σ. τῆς τῶν ἀνθρώπων ἀγέλης Max.Tyr. 7.3.    II one who unites, ἔρως τῆς ἀρχαίας φύσεως σ. Pl.Smp.191d; matchmaker, ὁ τοῦ γάμου σ. Lib.Ep.1488.1.    III οἱ συναγωγέες the sphincter ani muscles, Hp.Oss.14.

German (Pape)

[Seite 996] ὁ, der Zusammenführer, Verbinder; Hippocr.; Plat. Conv. 191 b; πολιτῶν Lys. 12, 43.

Greek (Liddell-Scott)

συνᾰγωγεύς: ὁ, ὁ συνάγων ἐπὶ τὸ αὐτό, ὁ συναθροίζων, τῶν πολιτῶν Λυσί. 124. 13, πρβλ. Λουκ. Περεγρ. 11· λόγος σ. τῶν ἀνθρώπων Μάξ. Τύρ. 7. 3. ΙΙ. ὁ ἑνώνων, συνδέων, συνάπτων, ἔρως τῆς ἀρχαίας φύσεως ξ. Πλάτ. Συμπ. 191D· τῆς φιλίας Γρηγ. Νύσσ. ΙΙΙ. οἱ συναγωγέες, οἱ συστελλόμενοι μύες, Ἱππ. 278. 35.

French (Bailly abrégé)

έως (ὁ) :
qui rassemble.
Étymologie: συνάγω.

Greek Monolingual

-έως, ὁ, ΜΑ
1. αυτός που συνάγει, που συγκεντρώνει
2. συνωμότης
αρχ.
1. αυτός που συγκαλεί συνέδριο
2. αυτός που συνδέει, που ενώνει («ἔστι δὴ οῡν εἰς τόσον ὁ ἔρως ἔμφυτος ἀλλήλων τοῑς ἀνθρώποις καὶ τῆς ἀρχαίας φύσεως συναγωγεύς», Πλάτ.)
3. αυτός που βοηθά στη σύναψη αθέμιτου δεσμού ή ο προξενητής
4. στον πληθ. οἱ συναγωγέες
οι συσταλτικοί μύες του σώματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συναγωγός / συναγωγή + επίθημα -εύς (πρβλ. παραγωγ-εύς)].

Greek Monolingual

-έως, ὁ, ΜΑ
1. αυτός που συνάγει, που συγκεντρώνει
2. συνωμότης
αρχ.
1. αυτός που συγκαλεί συνέδριο
2. αυτός που συνδέει, που ενώνει («ἔστι δὴ οῡν εἰς τόσον ὁ ἔρως ἔμφυτος ἀλλήλων τοῑς ἀνθρώποις καὶ τῆς ἀρχαίας φύσεως συναγωγεύς», Πλάτ.)
3. αυτός που βοηθά στη σύναψη αθέμιτου δεσμού ή ο προξενητής
4. στον πληθ. οἱ συναγωγέες
οι συσταλτικοί μύες του σώματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συναγωγός / συναγωγή + επίθημα -εύς (πρβλ. παραγωγ-εύς)].

Greek Monotonic

συνᾰγωγεύς: ὁ,
I. αυτός που οδηγεί στο ίδιο σημείο, αυτός που συγκαλεί, αυτός που συναθροίζει, σε Λυσ.
II. αυτός που συνδέει, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

συνᾰγωγεύς: έως ὁ
1) соединитель, объединитель (τῆς ἀρχαία; φύσεως Plat.);
2) собиратель, устроитель, тж. агитатор (συναγωγεῖς τῶν πολιτῶν Lys.; θιασάρχης καὶ ξ. Luc.).