ἄτμητος: Difference between revisions

1b
(3)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἄτμητος:''' -ον, <b class="num">I.</b> αυτός που δεν κόβεται, μη χαρακωμένος, αυτός που δεν έχει ρήγματα, σε Θουκ., Πλούτ.· λέγεται για [[ορυχείο]], αυτός που δεν έχει ανασκαφεί, σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> [[αδιαίρετος]], [[αναπόσπαστος]], αδιαχώρητος, σε Πλάτ.
|lsmtext='''ἄτμητος:''' -ον, <b class="num">I.</b> αυτός που δεν κόβεται, μη χαρακωμένος, αυτός που δεν έχει ρήγματα, σε Θουκ., Πλούτ.· λέγεται για [[ορυχείο]], αυτός που δεν έχει ανασκαφεί, σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> [[αδιαίρετος]], [[αναπόσπαστος]], αδιαχώρητος, σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἄτμητος:''' <b class="num">1)</b> несрезанный или неподрезанный (ἄμπελοι Plut.);<br /><b class="num">2)</b> невскрытый (ἀργυρεῖα Xen.);<br /><b class="num">3)</b> некастрированный ([[ζῷον]] Arst.);<br /><b class="num">4)</b> неразоренный (γῆ Thuc.);<br /><b class="num">5)</b> неделимый Arst.: [[μέχρι]] τοῦ ἀτμήτου τέμνειν Plat. делить, пока не доберешься до неделимого.
}}
}}