κόμμι: Difference between revisions

From LSJ

ὡς τὴν ἐπὶ θανάτῳ ἔξοδον ποιεῖσθαι → regard as going to execution, regard as the outmarch to death

Source
(3)
(nl)
Line 30: Line 30:
{{elru
{{elru
|elrutext='''κόμμῐ:''' τό indecl. гумми, камедь Her., Arst.
|elrutext='''κόμμῐ:''' τό indecl. гумми, камедь Her., Arst.
}}
{{elnl
|elnltext=κόμμι, τό gom.
}}
}}

Revision as of 14:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κόμμῐ Medium diacritics: κόμμι Low diacritics: κόμμι Capitals: ΚΟΜΜΙ
Transliteration A: kómmi Transliteration B: kommi Transliteration C: kommi Beta Code: ko/mmi

English (LSJ)

τό,

   A gum, Hdt.2.86,96, Hp.Art.33, etc.; obtained from Acacia arabica, Thphr.HP9.1.3, Dsc.1.101.—Foreign word, Ath.2.66f, prob. Egypt. kemai, commonly indecl., as in Il.cc., Gal.18(1).808; also declined, gen. κόμμεως Hp.Mul.2.192, Gal.10.374; dat. κόμμει Str.12.7.3 (fem.), Dsc.1.66, Gal.12.718, κόμμιδι Crobyl.10, v.l. Hdt.2.86 (ap.AB104).

German (Pape)

[Seite 1478] τό, Gummi; indeklinabel bei Hippocr.; Her. 2, 86 (wo v. l. κόμμιδι, s. B. A. 104) und 96; Diosc.; τοῦ κόμμεως Schol. Nic. Al. 99; κόμμει Galen.; so auch bei a. Sp., vgl. Lob. zu Phryn. 289; τῇ κόμμει Strab. XII, 570. – Es ist ein Fremdwort, Ath. II, 66 f; vgl. noch Arist. Meteorl. 4, 10 und Strab. XVII, 809.

Greek (Liddell-Scott)

κόμμῐ: τό, ὡς καὶ νῦν, κοινῶς «γόμμα», Λατ. gummi, Ἡρόδ. 2. 86, 96, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 799. ― ξενικὴ λέξις (Ἀθήν. 66F, Χοιροβ. 1. 373 Gaisf.), συνήθως ἄκλιτ., ὡς ἐν τοῖς μνημονευθεῖσι χωρίοις· ἀλλ’ ὡσαύτως κλιτόν, γεν. κόμμεως, Ἱππ. καὶ Γαλην.· δοτ. κόμμει Διοσκ. 1. 79, Γαλην., καὶ κόμμιδι Κρώβυλ. ἐν Ἀδήλ. 3, διάφ. γραφ. ἐν Ἡροδ. 2. 86· ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 288. Περὶ τῆς καταλήξεως ἴδε πέπερι.

French (Bailly abrégé)

(τὸ) indécl. ou gén. κόμμεως;
dat. κόμμει ou κόμμιδι;
gomme.
Étymologie: mot arabe.

Spanish

goma

Greek Monolingual

το (Α κόμμι, -εως)
ιξώδης ουσία φυτικής προέλευσης η οποία εκκρίνεται συνήθως από εγκοπές ή τυχαία τραύματα που δημιουργούνται στον φλοιό ορισμένων δένδρων ή θάμνων («ελαστικό κόμμι»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. αιγυπτιακής προελεύσεως, πρβλ. αιγυπτ. kmjt, κοπτ. komi, komme.
ΠΑΡ. κομμιώδης
αρχ.
κομμίζω
αρχ.-μσν.
κομμίδιον, κόμμωσις.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) νεοελλ. κομμεορητίνη, κομμιογραφία, κομμιοτυπία, κομμιοτυπικός, κομμιοφόρος. (Β' συνθετικό) οξυκόμμι].

Greek Monotonic

κόμμῐ: τό, κόμμι, γόμα, τσίχλα, Λατ. gummi, σε Ηρόδ. (ξέν. λέξη).

Russian (Dvoretsky)

κόμμῐ: τό indecl. гумми, камедь Her., Arst.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κόμμι, τό gom.