ἐπιμεταπέμπομαι: Difference between revisions
ἅπανθ' ὁ μακρὸς κἀναρίθμητος χρόνος φύει τ' ἄδηλα καὶ φανέντα κρύπτεται· κοὐκ ἔστ' ἄελπτον οὐδέν, ἀλλ' ἁλίσκεται χὠ δεινὸς ὅρκος χαἰ περισκελεῖς φρένες. → Long, unmeasurable Time brings to light everything unseen and hides what has been apparent. Nothing is beyond hope; even the fearsome oath and the most stubborn will is overcome. | All things long and countless time brings to birth in darkness and covers after they have been revealed! Nothing is beyond expectation; the dread oath and the unflinching purpose can be overcome.
(4) |
(2) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐπιμεταπέμπομαι:''' Μέσ., [[στέλνω]] και ζητώ [[ενίσχυση]], ζητώ [[επικουρία]], σε Θουκ. | |lsmtext='''ἐπιμεταπέμπομαι:''' Μέσ., [[στέλνω]] και ζητώ [[ενίσχυση]], ζητώ [[επικουρία]], σε Θουκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐπιμεταπέμπομαι:''' воен. (затем) посылать за подкреплениями Thuc. | |||
}} | }} |
Revision as of 15:00, 31 December 2018
English (LSJ)
A send for a reinforcement, Th.6.21, 7.7.
German (Pape)
[Seite 962] nachkommen lassen, Thuc. 6, 21. 7, 7.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιμεταπέμπομαι: Μέσ., πάλιν ἢ μετέπειτα μεταπέμπομαι, ἢ ὕστερον ἐπιμεταπέμπεσθαι Θουκ. 6. 21., 7. 7.
French (Bailly abrégé)
mander de nouveau.
Étymologie: ἐπί, μεταπέμπομαι.
Greek Monolingual
ἐπιμεταπέμπομαι (Α)
καλώ επικουρία πάλι ή εν συνεχεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + μετα-πέμπομαι «στέλνω και καλώ κάποιον»].
Greek Monotonic
ἐπιμεταπέμπομαι: Μέσ., στέλνω και ζητώ ενίσχυση, ζητώ επικουρία, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιμεταπέμπομαι: воен. (затем) посылать за подкреплениями Thuc.