μεταπρέπω: Difference between revisions

From LSJ

Ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρίαRoot of all the evils is the love of money (Radix omnium malorum est cupiditas)

The Bible, 1 Timothy, 6:10
(5)
(3)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μεταπρέπω:''' μόνο σε ενεστ. και παρατ., [[ξεχωρίζω]] ή είμαι διακεκριμένος [[ανάμεσα]] σ' άλλους, με δοτ. πληθ., σε Όμηρ.
|lsmtext='''μεταπρέπω:''' μόνο σε ενεστ. και παρατ., [[ξεχωρίζω]] ή είμαι διακεκριμένος [[ανάμεσα]] σ' άλλους, με δοτ. πληθ., σε Όμηρ.
}}
{{elru
|elrutext='''μεταπρέπω:''' отличаться, выдаваться, выделяться (ὄλβῳ τε πλούτῳ τε Μυρμιδόνεσσιν Hom.).
}}
}}

Revision as of 15:12, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεταπρέπω Medium diacritics: μεταπρέπω Low diacritics: μεταπρέπω Capitals: ΜΕΤΑΠΡΕΠΩ
Transliteration A: metaprépō Transliteration B: metaprepō Transliteration C: metaprepo Beta Code: metapre/pw

English (LSJ)

   A distinguish oneself or be distinguished among, c. dat. pl., [ταῦρος] βόεσσι μ. Il.2.481, etc.: freq. (esp. in Il.) of heroes, μ. ἡρώεσσιν ib.579; Τρώεσσι 13.175; ἱππεῦσι 11.720, cf. Hes.Th.92 (tm.); συμποσίοισι μ. Phalaec. ap. Ath.10.440d; ἐν πάντεσσι Orph.A.806: c. dat. modi, ἔγχεϊ Τρωσὶ μεταπρέπω I am distinguished among the Trojans by the spear, Il.16.835, cf. 596, Hes.Th.377: so c. inf., μετέπρεπε Μυρμιδόνεσσιν ἔγχεϊ μάρνασθαι Il. 16.194, cf. Od.18.2 (tm.): c. acc., μ. ἠϊθέοισιν εἶδος A.R.2.784.

German (Pape)

[Seite 153] unter Mehreren hervorglänzen, sich unter ihnen hervorthun, auszeichnen; ταῦρος βόεσσι μεταπρέπει, Il. 2, 481, u. öfter von stattlichen Thieren, sowie von Helden, πᾶσι μετέπρεπεν ἡρώεσσιν, 2, 579; mit näherer Angabe dessen, wodurch sich Einer auszeichnet, ὃς πᾶσι μετέπρεπε Μυρμιδόνεσσιν ἔγχεϊ μάρνασθαι, im Speerkampfe that er sich unter den Myrmidonen hervor, Il. 16, 194; kürzer, ἔγχεϊ δ' αὐτὸς Τρωσὶ – μεταπρέπω, ib. 835; auch ὄλβῳ τε πλούτῳ τε μετέπρεπε Μυρμιδόνεσσιν, 596; Hes. Th. 377; sp. D., auch c. accus., wie Ap. Rh. 2, 784, πάντεσσι μετέπρεπεν ἠϊθέοισιν εἶδός τ' ἠδὲ βίην.

Greek (Liddell-Scott)

μεταπρέπω: διαπρέπω μεταξὺ πολλῶν, διακρίνομαι, μετὰ δοτ. πληθυντ., ἐπὶ μεγάλων καὶ εὐσώμων ζῴων, ταῦρος μεταπρέπει βόεσσι Ἰλ. Β. 481, κτλ.· ἢ ἐπὶ ἡρώων, μ. ἡρώεσσι, Μυρμιδόνεσσι, Τρώεσσι, κτλ., συχνὸν παρ’ Ὁμ. (ἰδίως ἐν τῇ Ἰλ.), καὶ παρ’ Ἡσ.· ὡσαύτως μετὰ δοτ. τρόπου, ἔγχεϊ Τρωσὶ μεταπρέπω, διακρίνομαι μεταξὺ τῶν Τρῶων τῷ δόρατι, Ἰλ. Π. 835, πρβλ. 596, Ἡσ. Θ. 377· ὡσαύτως μετ’ ἀπαρ., μετέπρεπε Μυρμιδόνεσσιν ἔγχεϊ μάρνασθαι Ἰλ. Π. 194· μετ’ αἰτ., μ. ἠιθέοισιν εἶδος Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 784. - Κατὰ τὸν Ἡσύχ.: «μετατρέπειν· ὑπερβαίνειν, ὑπερλάμπειν».

French (Bailly abrégé)

seul. prés. et impf.
se distinguer parmi, τινι.
Étymologie: μετά, πρέπω.

English (Autenrieth)

be conspicuous or prominent among, τισίν.

Greek Monolingual

μεταπρέπω (Α)
διαπρέπω μεταξύ άλλων, εξέχω, διακρίνομαι («ὁ γὰρ τε βόεσσι μεταπρέπει ἀγρομένησιν», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + πρέπω «φαίνομαι, ξεχωρίζω»].

Greek Monotonic

μεταπρέπω: μόνο σε ενεστ. και παρατ., ξεχωρίζω ή είμαι διακεκριμένος ανάμεσα σ' άλλους, με δοτ. πληθ., σε Όμηρ.

Russian (Dvoretsky)

μεταπρέπω: отличаться, выдаваться, выделяться (ὄλβῳ τε πλούτῳ τε Μυρμιδόνεσσιν Hom.).