αἰγανέη: Difference between revisions
Ὥσπερ αὐτοῦ τοῦ ἡλίου μὴ ὄντος καυστικοῦ, ἀλλ' οὔσης ζωτικῆς καὶ ζωοποιοῦ θέρμης ἐν αὐτῷ καὶ ἀπλήκτου, ὁ ἀὴρ παθητικῶς δέχεται τὸ ἀπ' αὐτοῦ ϕῶς καὶ καυστικῶς· οὕτως οὖν ἁρμονίας οὔσης ἐν αὐτοῖς τινὸς καὶ ἑτέρου εἴδους ϕωνῆς ἡμεῖς παθητικῶς ἀκούομεν → Just as although the Sun itself does not cause burning but has a heat in it that is life-giving, life-engendering, and mild, the air receives light from it by being affected and burned, so also although there is a certain harmony and a different kind of voice in them, we hear it by being affected.
(2) |
(1) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''αἰγᾰνέη:''' ἡ, [[λόγχη]] κυνηγετική, [[ακόντιο]], σε Όμηρ., Ανθ. (πιθ. από το <i>αἲξ =</i> [[ακόντιο]] για τις κατσίκες). | |lsmtext='''αἰγᾰνέη:''' ἡ, [[λόγχη]] κυνηγετική, [[ακόντιο]], σε Όμηρ., Ανθ. (πιθ. από το <i>αἲξ =</i> [[ακόντιο]] για τις κατσίκες). | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''αἰγᾰνέη:''' ἡ метательное копье, дротик Hom., Anth. | |||
}} | }} |
Revision as of 15:36, 31 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A hunting-spear, javelin, Il.2.774, Od.4.626, AP6.57 (Paul. Sil.).
Greek (Liddell-Scott)
αἰγᾰνέη: ἡ, λόγχη θηρευτική, πρόβολος, ἀκόντιον, Ἰλ. Β. 744, Ὀδ. Δ. 626, Ἀνθ. Π. 6. 57. (ἴσως ἐκ τοῦ αἴξ = ἀκόντιον διὰ τὰς αἶγας, πρβλ. Ὀδ. Ι. 156).
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
javelot de chasse, de combat.
Étymologie: αἴξ, ἀΐσσω.
English (Autenrieth)
a light hunting-spear, javelin, Od. 9.156; thrown for amusement, Il. 2.774, Od. 4.626; also used in war, Il. 16.589 ff.
Spanish (DGE)
(αἰγᾰνέη) -ης, ἡ
• Alolema(s): αἰγανέα AP 6.57 (Paul.Sil.), Anecd.Ludw.12.1, 159.12
jabalina o dardo provisto de un lazo de cuero para el lanzamiento Il.2.774, 16.589, Od.4.626, 9.156, A.R.2.829, Nic.Th.170, Phld.Hom.28.25, Parth.Fr.9, AP l.c., PAnt.57.1 (V/VI d.C.).
• Etimología: Prob. emparentado c. ai. ejati ‘moverse’, ‘agitarse’ de una raíz *H2eig-; o quizá c. αἴξ por el cuero del lazo o su empleo en la caza.
Greek Monotonic
αἰγᾰνέη: ἡ, λόγχη κυνηγετική, ακόντιο, σε Όμηρ., Ανθ. (πιθ. από το αἲξ = ακόντιο για τις κατσίκες).
Russian (Dvoretsky)
αἰγᾰνέη: ἡ метательное копье, дротик Hom., Anth.