ἀκατάψευστος: Difference between revisions
ὡς οὐδὲν γλύκιον ἧς πατρίδος οὐδὲ τοκήων γίνεται, εἴ περ καί τις ἀπόπροθι πίονα οἶκον γαίῃ ἐν ἀλλοδαπῇ ναίει ἀπάνευθε τοκήων → More than all pleasures that were ever made parents and fatherland our life still bless. Though we rich home in a strange land possess, still the old memories about us cling.
(2) |
(1) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀκατάψευστος:''' -ον ([[καταψεύδομαι]]), αυτός που δεν είναι [[ψευδής]] ή [[μυθώδης]], που δεν αποτελεί [[προϊόν]] εικασίας, σε Ηρόδ. | |lsmtext='''ἀκατάψευστος:''' -ον ([[καταψεύδομαι]]), αυτός που δεν είναι [[ψευδής]] ή [[μυθώδης]], που δεν αποτελεί [[προϊόν]] εικασίας, σε Ηρόδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀκατάψευστος:''' невыдуманный, невымышленный (θηρία Her.). | |||
}} | }} |
Revision as of 15:40, 31 December 2018
English (LSJ)
A not fabulous, θηρία Hdt.4.191; not belied, διάληψις Ath.Mitt.33.380 (Pergam.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀκατάψευστος: ὁ μὴ ψευδὴς ἢ μυθώδης, θηρία, Ἡρόδ. 4. 191· κατάψευστα, ἐγράφη κατ’ εἰκασίαν.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
non fabuleux.
Étymologie: ἀ, καταψεύδομαι.
Spanish (DGE)
-ον
no fabuloso θηρία Hdt.4.191
•no fingido διάληψις Ath.Mitt.33.1908.380.27 (Pérgamo, heleníst.).
Greek Monolingual
ἀκατάψευστος, -ον (Α) καταψεύδομαι
1. ο αληθινός, αυτός που δεν είναι μυθώδης
2. αυτός που δεν έχει διαψευστεί.
Greek Monotonic
ἀκατάψευστος: -ον (καταψεύδομαι), αυτός που δεν είναι ψευδής ή μυθώδης, που δεν αποτελεί προϊόν εικασίας, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
ἀκατάψευστος: невыдуманный, невымышленный (θηρία Her.).