ἀλητεία: Difference between revisions
Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil
(2) |
(1) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀλητεία:''' Δωρ. ἀλᾱτεία, <i>ἡ</i>, [[περιπλάνηση]], [[περιφορά]], [[αλητεία]], [[χάζεμα]], σε Αισχύλ., Ευρ. | |lsmtext='''ἀλητεία:''' Δωρ. ἀλᾱτεία, <i>ἡ</i>, [[περιπλάνηση]], [[περιφορά]], [[αλητεία]], [[χάζεμα]], σε Αισχύλ., Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀλητεία:''' дор. ἀλᾱτεία (ᾰλ) ἡ странствование, скитание, бродячая жизнь Aesch., Eur. | |||
}} | }} |
Revision as of 15:52, 31 December 2018
English (LSJ)
Dor. ἀλᾱτεία, ἡ,
A wandering, roaming; δυσπλάνοις ἀλατείαις A.Pr.900 (lyr.); ἀλατείᾳ βιότου ταλαίφρων E.Hel.523 (lyr.), cf. 934; in later Prose, Vett.Val.4.18, prob. in Ph.1.658.
German (Pape)
[Seite 95] ἡ, das Herumirren, Eur. Ion 578 Hel. 934; Philo.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλητεία: Δωρ. ἀλᾱτεία, ἡ, περιπλάνησις = τὸ περιφέρεσθαι, δυσπλάνοις ἀλατείαις, Αἰσχύλ. Πρ. 900 (λυρ.)· ἀλατείᾳ βιότου ταλαίφρων, Εὐρ. Ἑλ. 523· πρβλ. 934.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
vie errante.
Étymologie: ἀλήτης.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
• Alolema(s): -είη Orph.A.103, dór. ἀλᾱτεία E.Hel.523
• Prosodia: [ᾰ-]
correría, vagar errante δυσπλάνοις Ἥρας ἀλατείαις ὕπο A.Pr.900, ἀλατείᾳ βιότου ταλαίφρων E.Hel.l.c., cf. 934, ἐκλιπὼν θεοῦ δάπεδ' ἀλητείαν τε σήν E.Io 576, με ἀλητείης τε καὶ ἐξ οἴστρου ἐσάωσε μήτηρ Orph.A.103
•tb. en prosa ἐπαύθη τῆς ἀλητείας Tz.ad Lyc.1232.
Greek Monolingual
η (Α ἀλητεία) ἀλητεύω
νεοελλ.
(με μειωτική σημασία) συνεχής και άσκοπη περιπλάνηση στους δρόμους, αγυρτεία
αρχ.
περιπλάνηση, περιδιάβαση.
Greek Monotonic
ἀλητεία: Δωρ. ἀλᾱτεία, ἡ, περιπλάνηση, περιφορά, αλητεία, χάζεμα, σε Αισχύλ., Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ἀλητεία: дор. ἀλᾱτεία (ᾰλ) ἡ странствование, скитание, бродячая жизнь Aesch., Eur.