ἀντίπτωσις: Difference between revisions

From LSJ

ἢ τοὺς πότους ἐρεῖς δῆλον ὅτι καὶ τὰ δεῖπνα καὶ ἐσθῆτα καὶ ἀφροδίσια, καὶ δέδιας μὴ τούτων ἐνδεὴς γενόμενος ἀπόλωμαι. οὐκ ἐννοεῖς δὲ ὅτι τὸ μὴ διψῆν τοῦ πιεῖν πολὺ κάλλιον καὶ τὸ μὴ πεινῆν τοῦ φαγεῖν καὶ τὸ μὴ ῥιγοῦν τοῦ ἀμπεχόνης εὐπορεῖν; → There you'll go, talking of drinking and dining and dressing up and screwing, worrying I'll be lost without all that. Don't you realize how much better it is to have no thirst, than to drink? to have no hunger, than to eat? to not be cold, than to possess a wardrobe of finery? (Lucian, On Mourning 16)

Source
(5)
(1)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀντίπτωσις]], η (Α)<br /><b>1.</b> <b>(Γραμμ.)</b> η [[εναλλαγή]] των πτώσεων, η [[χρήση]] μιας πτώσης [[αντί]] άλλης που χρησιμοποιείται [[συνήθως]]<br /><b>2.</b> η [[αντίσταση]].
|mltxt=[[ἀντίπτωσις]], η (Α)<br /><b>1.</b> <b>(Γραμμ.)</b> η [[εναλλαγή]] των πτώσεων, η [[χρήση]] μιας πτώσης [[αντί]] άλλης που χρησιμοποιείται [[συνήθως]]<br /><b>2.</b> η [[αντίσταση]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀντίπτωσις:''' εως ἡ грам. антиптосис, употребление одного падежа вместо другого.
}}
}}

Revision as of 16:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντίπτωσις Medium diacritics: ἀντίπτωσις Low diacritics: αντίπτωσις Capitals: ΑΝΤΙΠΤΩΣΙΣ
Transliteration A: antíptōsis Transliteration B: antiptōsis Transliteration C: antiptosis Beta Code: a)nti/ptwsis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A opposition, resistance, Hp.Decent.3 (pl.).    II Gramm., interchange of cases, Priscian. Inst.17.155, Sch.Ar.V.135.

German (Pape)

[Seite 260] ἡ, Gegenfall, bei den Gramm. Setzung eines Casus anstatt eines anderen.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντίπτωσις: -εως, ἡ, τὸ πίπτειν ἐναντίον τινός, ἀντίστασις, Ἱππ. 22. 48. ΙΙ. παρὰ γραμμ., ἐναλλαγὴ πτώσεων, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ὀρ. 140.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ

• Morfología: [jón. gen. -ιος Hp.Decent.3]
1 oposición, resistencia χαλεποὶ πρὸς τὰς ἀντιπτώσιας Hp.l.c.
2 gram. cambio o sustitución de casos Ἰαπετιονίδῃ· ἀντίπτωσίς ἐστιν. ἔδει γὰρ εἰπεῖν Ἰαπετωνίδου Sch.Hes.Th.528, cf. Tz.Ex.p.85, Sch.Ar.V.135, Seru.4.416.15, 4.498.18, Priscian.Inst.17.155, Sch.Th.1.6.

Greek Monolingual

ἀντίπτωσις, η (Α)
1. (Γραμμ.) η εναλλαγή των πτώσεων, η χρήση μιας πτώσης αντί άλλης που χρησιμοποιείται συνήθως
2. η αντίσταση.

Russian (Dvoretsky)

ἀντίπτωσις: εως ἡ грам. антиптосис, употребление одного падежа вместо другого.