ἀντιδιατίθημι: Difference between revisions

From LSJ

πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention

Source
(4)
(1)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀντιδιατίθημι]] (AM)<br /><b>1.</b> [[ανταποδίδω]] τα ίσα σε κάποιον<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[προβάλλω]] [[αντίσταση]]<br /><b>2.</b> <i>οι αντιδιατιθέμενοι</i><br />αυτοί που διάκεινται [[μεταξύ]] τους εχθρικά.
|mltxt=[[ἀντιδιατίθημι]] (AM)<br /><b>1.</b> [[ανταποδίδω]] τα ίσα σε κάποιον<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[προβάλλω]] [[αντίσταση]]<br /><b>2.</b> <i>οι αντιδιατιθέμενοι</i><br />αυτοί που διάκεινται [[μεταξύ]] τους εχθρικά.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀντιδιατίθημι:''' <b class="num">1)</b> отплачивать, мстить Diod.;<br /><b class="num">2)</b> med. сопротивляться: οἱ ἀντιδιατιθέμενοι NT противники.
}}
}}

Revision as of 16:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντιδιατίθημι Medium diacritics: ἀντιδιατίθημι Low diacritics: αντιδιατίθημι Capitals: ΑΝΤΙΔΙΑΤΙΘΗΜΙ
Transliteration A: antidiatíthēmi Transliteration B: antidiatithēmi Transliteration C: antidiatithimi Beta Code: a)ntidiati/qhmi

English (LSJ)

   A retaliate upon a person, D.S.34.12; κακῶς παθόντα ἀ Eust.546.28:—Med., offer resistance, πρὸς τὴν πειθώ Longin.17.1; τοὺς ἀντιδιατιθεμένους opponents, 2 Ep.Ti.2.25.

German (Pape)

[Seite 251] (s. τίθημι), dagegen feststellen; Jemand zur Vergeltung in eine Lage versetzen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιδιατίθημι: ἀποδίδω τὰ ἴσα εἴς τινα, ἀμύνομαι, «ἀμυνόμενοι, τοὺς κακόν τι πράξαντας ἀντιδιατιθέντες» Σουΐδ. Διοδ. Ἐκλογαὶ 602. 70· κακῶς παθόντα ἀντιδιατιθέναι Εὐστ. 546. 28: - Μέσ. παρουσιάζω ἀντίστασιν, πρός τι Λογγῖν. 17. 1· τοὺς ἀντιδιατιθεμένους, τοὺς ἐναντίους, τοὺς ἐχθρούς, Ἐπιστ. π. Τιμόθ. Β΄, β΄, 25.

French (Bailly abrégé)

prendre des dispositions contraires ; punir.
Étymologie: ἀντί, διατίθημι.

Spanish (DGE)

1 en v. act. vengarse de c. ac. αὐτόν D.S.34.12 φησὶ ... τὸ ἀμύνεσθαι οὐ μόνον σημαίνειν τὸ κακῶς παθόντα ἀντιδιατιθέναι Eust.546.28
abs. οὔτ' ἀντιδιαθεῖναι ... δυνατός ἐστι Ph.2.313.
2 en v. med. oponerse πρὸς τὴν πειθὼ τῶν λόγων Longin.17.1, cf. A.D.Synt.291.2
οἱ ἀντιδιατιθέμενοι los adversarios δοῦλον δὲ Κυρίου οὐ δεῖ μάχεσθαι, ἀλλὰ ἤπιον εἶναι πρὸς πάντας ... ἐν πραΰτητι παιδεύοντα τοὺς ἀ. un siervo del Señor no debe ser pendenciero sino atento con todos ... educando con mansedumbre a los adversarios, 2Ep.Ti.2.25.

English (Thayer)

(present middle ἀντιδιατίθεμαι); in middle to place oneself in opposition, to oppose: of heretics, to dispose in turn, to take in hand in turn: τινα, Diodorus except, p. 602 (vol. v., p. 105,24, Dindorf edition; absolutely to retaliate, Philo de spec. legg. § 15; de concupisc. § 4)).

Greek Monolingual

ἀντιδιατίθημι (AM)
1. ανταποδίδω τα ίσα σε κάποιον
αρχ.
1. προβάλλω αντίσταση
2. οι αντιδιατιθέμενοι
αυτοί που διάκεινται μεταξύ τους εχθρικά.

Russian (Dvoretsky)

ἀντιδιατίθημι: 1) отплачивать, мстить Diod.;
2) med. сопротивляться: οἱ ἀντιδιατιθέμενοι NT противники.