ἀποστυφελίζω: Difference between revisions
ἀλλ' ἐπὶ καὶ θανάτῳ φάρμακον κάλλιστον ἑᾶς ἀρετᾶς ἅλιξιν εὑρέσθαι σὺν ἄλλοις → even at the price of death, the fairest way to win his own exploits together with his other companions | but even at the risk of death would find the finest elixir of excellence together with his other companions | but to find, together with other young men, the finest remedy — the remedy of one's own valor — even at the risk of death
(3) |
(1b) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀποστῠφελίζω:''' μέλ. <i>-ξω</i>, [[απωθώ]] κάποιον με τη [[χρήση]] βίας από, [[απομακρύνω]] από, <i>τινά τινος</i>, σε Ομήρ. Ιλ. | |lsmtext='''ἀποστῠφελίζω:''' μέλ. <i>-ξω</i>, [[απωθώ]] κάποιον με τη [[χρήση]] βίας από, [[απομακρύνω]] από, <i>τινά τινος</i>, σε Ομήρ. Ιλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀποστῠφελίζω:''' <b class="num">1)</b> отталкивать, отгонять, оттеснять (τινά τινος Hom.);<br /><b class="num">2)</b> отрывать, освобождать (μόχθων Anth.). | |||
}} | }} |
Revision as of 17:04, 31 December 2018
English (LSJ)
A drive away by force from, τινά τινος Il.18.158, AP 7.603 (Jul. Aegypt.).
German (Pape)
[Seite 328] (s. στυφελίζω), mit Gewalt wegdrängen, vertreiben, αὐτὸν ἀπεστυφέλιξεν Iliad. 16, 703; νεκροῦ ἀπεστυφέλιξαν 18, 158; μόχθων Iul. Aeg. 58 (VII, 603).
Greek (Liddell-Scott)
ἀποστῠφελίζω: ἀπωθῶ, ἀποδιώκω τινὰ διὰ τῆς βίας, ἀπομακρύνω, τινά τινος Ἰλ. Σ. 158, Ἀνθ. Π. 7. 603.
French (Bailly abrégé)
repousser ou séparer avec violence : τινά τινος une personne d’une autre.
Étymologie: ἀπό, στυφελίζω.
English (Autenrieth)
only aor. ἀπεστυφέλιξε, -αν: smite back, knock back (from); τινός, Il. 18.158. (Il.)
Spanish (DGE)
(ἀποστῠφελίζω)
separar c. gen. separat., sin ac. expreso, (a Héctor) νεκροῦ Il.18.158, μόχθων AP 7.603 (Iul.Aegypt.)
•c. ac. y gen. separat. τρυφάλειαν ... κομάων Nonn.D.21.7
•c. ac. y giro preposicional arrojar Γλαῦκον ἀπεστυφέλιξαν ἐπὶ χθονὶ λυσσάδες ἵπποι Nonn.D.11.143.
Greek Monolingual
ἀποστυφελίζω (Α)
απομακρύνω διά της βίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απο- + στυφελίζω «κτυπώ κάτι με δύναμη, τραντάζω»].
Greek Monotonic
ἀποστῠφελίζω: μέλ. -ξω, απωθώ κάποιον με τη χρήση βίας από, απομακρύνω από, τινά τινος, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
ἀποστῠφελίζω: 1) отталкивать, отгонять, оттеснять (τινά τινος Hom.);
2) отрывать, освобождать (μόχθων Anth.).