ἔκπλεος: Difference between revisions
Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.
(4) |
(2) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἔκπλεος:''' ποιητ. -πλειος, -α, -ον, Αττ. -[[πλέως]], -ων·<br /><b class="num">1.</b> αυτός που είναι [[τελείως]] [[γεμάτος]] από [[κάτι]], [[ξέχειλος]], με γεν., σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> [[ολοκληρωμένος]], [[πλήρης]], [[επαρκής]], λέγεται για τον αριθμό στρατεύματος, σε Ξεν.· [[άφθονος]], [[πολύς]], στον ίδ. | |lsmtext='''ἔκπλεος:''' ποιητ. -πλειος, -α, -ον, Αττ. -[[πλέως]], -ων·<br /><b class="num">1.</b> αυτός που είναι [[τελείως]] [[γεμάτος]] από [[κάτι]], [[ξέχειλος]], με γεν., σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> [[ολοκληρωμένος]], [[πλήρης]], [[επαρκής]], λέγεται για τον αριθμό στρατεύματος, σε Ξεν.· [[άφθονος]], [[πολύς]], στον ίδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἔκπλεος:''' и [[ἔκπλεως]] 2, gen. ωνος<br /><b class="num">1)</b> досл. полный, переполненный, перен. насыщенный (βορᾶς Eur.): ἀπέχειν ἔκπλεω τὴν [[δίκην]] Plut. (полностью) отомстить; ἱππεῖς ἔκπλεῳ [[ἦσαν]] εἰς τοὺς μυρίους Xen. число всадников было доведено до полных десяти тысяч;<br /><b class="num">2)</b> обильный ([[ἐπιτήδεια]], [[μισθός]] Xen.). | |||
}} | }} |
Revision as of 19:32, 31 December 2018
English (LSJ)
ον neut. pl.
A ἔκπλεα D.C.38.20 : poet.ἔκπλειος, α, ον : Att. ἔκπλεως, ων :—quite full of a thing, c. gen., δαιτός, βορᾶς, E.Cyc.247, 416. 2 complete, εὖρος τρίγυον Tab.Heracl.2.31 ; of a number of soldiers, ἱππεῖς ἔκπλεῳ..εἰς τοὺς μυρίους X.Cyr.6.2.7 ; abundant, copious, ἐπιτήδεια ib.1.6.7, cf. D.C. l.c.
German (Pape)
[Seite 773] α, ον, att. ἔκπλεως, ων, aus-, angefüllt, voll von Etwas, τινός, δαιτός, βορᾶς, Eur. Cycl. 247. 416; vollständig, hinreichend, μισθός, ἐπιτήδεια, Xen. An. 7, 5, 9 Hell. 3, 2, 11; ἱππεῖς ἔκπλεῳ ἦσαν εἰς μυρίους, vollzählig, Cyr. 6, 2, 7; Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἔκπλεος: ποιητ. ἔκπλειος, α, ον, Ἀττ. ἔκπλεως, ων· ― ἐντελῶς πλήρης πράγματός τινος, μετὰ γεν., δαιτός, βορᾶς Εὐρ. Κύκλ. 247, 416. 2) πλήρης, «σωστός», ἐπὶ ἀριθμοῦ στρατιωτῶν, ἱππεῖς ἔκπλεω... εἰς τοὺς μυρίους Ξεν. Κύρ. 6. 2, 7· ἄφθονος, πολύς, αὐτόθι 1. 6, 7.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
c. ἔκπλεως.
Greek Monolingual
ἔκπλεος, -ον και ποιητικός τ. ἔκπλειος -α, -ον, αττ. τ. ἔκπλεως, -ων (Α)
1. πλήρης
2. εντελώς πλήρης
3. άφθονος.
Greek Monotonic
ἔκπλεος: ποιητ. -πλειος, -α, -ον, Αττ. -πλέως, -ων·
1. αυτός που είναι τελείως γεμάτος από κάτι, ξέχειλος, με γεν., σε Ευρ.
2. ολοκληρωμένος, πλήρης, επαρκής, λέγεται για τον αριθμό στρατεύματος, σε Ξεν.· άφθονος, πολύς, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
ἔκπλεος: и ἔκπλεως 2, gen. ωνος
1) досл. полный, переполненный, перен. насыщенный (βορᾶς Eur.): ἀπέχειν ἔκπλεω τὴν δίκην Plut. (полностью) отомстить; ἱππεῖς ἔκπλεῳ ἦσαν εἰς τοὺς μυρίους Xen. число всадников было доведено до полных десяти тысяч;
2) обильный (ἐπιτήδεια, μισθός Xen.).