Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἐπαναπαύομαι: Difference between revisions

From LSJ

Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.

Valerius Maximus, De Factis Dictisque
(4)
(2)
Line 10: Line 10:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπαναπαύομαι:''' Μέσ., ξεκουράζομαι πάνω σε [[κάτι]], στηρίζομαι πάνω του, <i>τινι</i> και [[ἐπί]] τινα, σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''ἐπαναπαύομαι:''' Μέσ., ξεκουράζομαι πάνω σε [[κάτι]], στηρίζομαι πάνω του, <i>τινι</i> και [[ἐπί]] τινα, σε Καινή Διαθήκη
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπαναπαύομαι:''' <b class="num">1)</b> почивать, покоиться (ἐπί τινα NT);<br /><b class="num">2)</b> опираться (τῷ νόμῳ NT).
}}
}}

Revision as of 20:20, 31 December 2018

German (Pape)

[Seite 900] auf Etwas ausruhen, ruhen, τινί, Hdn. 2, 1, 2 u. a. Sp., bes. N. T.

English (Strong)

middle voice from ἐπί and ἀναπαύω; to settle on; literally (remain) or figuratively (rely): rest in (upon).

Greek Monolingual

(AM ἐπαναπαύω και ἐπαναπαύομαι)
μέσ. βασίζομαι, στηρίζω τις ελπίδες μου («επαναπαύεται στις υποσχέσεις του υπουργού»)
νεοελλ.
1. εφησυχάζω, απαλλάσσομαι από κάθε μέριμνα ή ανησυχία
2. το ρίχνω έξω (επειδή στηρίζομαι σε άλλους)
μσν.
ενεργ.
1. ανακουφίζω κάποιον
2. μέσ. περνώ με μακαριότητα τη μετά θάνατο ζωή
3. (λογ.) μέσ. βασίζομαι, στηρίζομαι σε κάτι
4. μέσ. ξενοιάζω, ησυχάζω
αρχ.
1. ακουμπώ, στηρίζω κάπου
2. μέσ. μένω ικανοποιημένος, αρκούμαι σε κάτι
3. (ειδ. για μηχανή) σταματώ, κάνω στάση
4. παραμένω, διαμένω.

Greek Monotonic

ἐπαναπαύομαι: Μέσ., ξεκουράζομαι πάνω σε κάτι, στηρίζομαι πάνω του, τινι και ἐπί τινα, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

ἐπαναπαύομαι: 1) почивать, покоиться (ἐπί τινα NT);
2) опираться (τῷ νόμῳ NT).