ἐπικλαίω: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born

Source
(13)
(2)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπικλαίω]] και [[ἐπικλάω]] (Α) [[κλαίω]]<br /><b>1.</b> [[κλαίω]] [[μετά]] από άλλον, [[κλαίω]] σε [[απάντηση]] κάποιου ή [[ακόμη]] πιο πολύ<br /><b>2.</b> [[κλαίω]], [[θρηνώ]] για [[κάτι]].
|mltxt=[[ἐπικλαίω]] και [[ἐπικλάω]] (Α) [[κλαίω]]<br /><b>1.</b> [[κλαίω]] [[μετά]] από άλλον, [[κλαίω]] σε [[απάντηση]] κάποιου ή [[ακόμη]] πιο πολύ<br /><b>2.</b> [[κλαίω]], [[θρηνώ]] για [[κάτι]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπικλαίω:''' (aor. ἐπέκλαυσα) плакать в ответ, отвечать плачем Arph.
}}
}}

Revision as of 20:44, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπικλαίω Medium diacritics: ἐπικλαίω Low diacritics: επικλαίω Capitals: ΕΠΙΚΛΑΙΩ
Transliteration A: epiklaíō Transliteration B: epiklaiō Transliteration C: epiklaio Beta Code: e)piklai/w

English (LSJ)

Att.ἐπικλάω,

   A weep in answer, Ar.Th.1063; τινί at a thing, Nonn.D.30.114.

German (Pape)

[Seite 949] (s. κλαίω), att. ἐπικλάω, hinterher weinen, σὲ δ' ἐπικλάειν ὕστερον Ar. Thesm. 1063. – Darüber weinen, beweinen, bes. sp. D., wie Φαέθοντος ἐπικλαίοντας ὀλέθρῳ Nonn. D. 30, 114.

Greek Monolingual

ἐπικλαίω και ἐπικλάω (Α) κλαίω
1. κλαίω μετά από άλλον, κλαίω σε απάντηση κάποιου ή ακόμη πιο πολύ
2. κλαίω, θρηνώ για κάτι.

Russian (Dvoretsky)

ἐπικλαίω: (aor. ἐπέκλαυσα) плакать в ответ, отвечать плачем Arph.