ἐπιτροχάδην: Difference between revisions
(4) |
(2) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐπιτροχάδην:''' [ᾰ], ([[ἐπιτρέχω]]), επίρρ., ανάλαφρα, πεταχτά, [[αβίαστα]], εύστροφα, ετοιμόλογα, σε Όμηρ. | |lsmtext='''ἐπιτροχάδην:''' [ᾰ], ([[ἐπιτρέχω]]), επίρρ., ανάλαφρα, πεταχτά, [[αβίαστα]], εύστροφα, ετοιμόλογα, σε Όμηρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐπιτροχάδην:''' (ᾰ) adv. быстро, торопливо (ἀγορεύειν Hom.). | |||
}} | }} |
Revision as of 20:48, 31 December 2018
English (LSJ)
[ᾰ], Adv.
A trippingly, fluently, glibly: in Hom. only in phrase ἐ. ἀγορεύειν Il.3.213, Od.18.26. II cursorily, D.H. Amm.2.2, Man.1.11.
German (Pape)
[Seite 997] darüber hinlaufend, ἀγορεύειν, eilig u. obenhin, kurz, Il. 3, 213 Od. 18, 26; D. Hal. verbindet ἐπιτροχάδην καὶ κεφαλαιωδῶς ἐπιτιθέναι τι C. V. p. 103; a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιτροχάδην: ᾰ, Ἐπίρρ., ἦ τοι μὲν Μενέλαος ἐπιτροχάδην ἀγόρευε, συντόμως, «παρατρέχων τὰ πολλὰ καὶ τὰ καίρια μόνον λέγων» (Σχόλ.), Ἰλ. Γ. 213· ὢ πόποι, ὡς ὁ μολοβρὸς ἐπιτροχάδην ἀγορεύει, «ἐσπευσμένως» (Σχόλ.), «κατ’ ἐπιδρομὴν» (Εὐστ.), Ὀδ. Σ. 26.
French (Bailly abrégé)
adv.
en courant ; rapidement, brièvement.
Étymologie: ἐπίτροχος, -δην.
English (Autenrieth)
glibly, fluently, Il. 3.213, Od. 18.26.
Greek Monolingual
(AM ἐπιτροχάδην) τροχάδην
επίρρ. βιαστικά, χωρίς πολλή προσοχή, σύντομα, με σπουδή, στα πεταχτά (α. «επιτροχάδην ερμηνεία» — ερμηνεία βιαστική, χωρίς να προηγηθεί λεπτομερής γλωσσική επεξεργασία
β. «διάβασα το έγγραφο επιτροχάδην» γ. «ἐπιτροχάδην ἀγόρευεν», Ομ. Ιλ.).
Greek Monotonic
ἐπιτροχάδην: [ᾰ], (ἐπιτρέχω), επίρρ., ανάλαφρα, πεταχτά, αβίαστα, εύστροφα, ετοιμόλογα, σε Όμηρ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιτροχάδην: (ᾰ) adv. быстро, торопливо (ἀγορεύειν Hom.).