ἐπιτειχίζω: Difference between revisions

From LSJ

τότ' ἦν ἐγώ σοι πάνθ', ὅτε φαύλως ἔπραττες → At the time you were doing badly, I used to be everything for you (Menander, Woman of Samos 380)

Source
(4)
(2)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπιτειχίζω:''' μέλ. Αττ. <i>-ιῶ</i>, [[οικοδομώ]] [[φρούριο]] στα [[σύνορα]] ως [[ορμητήριο]] για επιχειρήσεις [[εναντίον]] του εχθρού, σε Θουκ., Ξεν.· μεταφ., <i>ἐπ. τυράννους</i>, εγκαθίστανται, τοποθετούνται τύραννοι στη [[χώρα]], σε Δημ.
|lsmtext='''ἐπιτειχίζω:''' μέλ. Αττ. <i>-ιῶ</i>, [[οικοδομώ]] [[φρούριο]] στα [[σύνορα]] ως [[ορμητήριο]] για επιχειρήσεις [[εναντίον]] του εχθρού, σε Θουκ., Ξεν.· μεταφ., <i>ἐπ. τυράννους</i>, εγκαθίστανται, τοποθετούνται τύραννοι στη [[χώρα]], σε Δημ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπιτειχίζω:''' <b class="num">1)</b> возводить стены, строить укрепления ([[Δεκέλεια]] ἐπιτετειχισμένη Aeschin.): ἐπιτειχίσαι τινί построить укрепления против кого-л.;<br /><b class="num">2)</b> воздвигать как оплот, противопоставлять (τυραννίδα τινί Dem.; τῷ πλούτῳ τὴν ὑπεροψίαν Luc.; δύσμαχον πολέμιόν τινι Plut.).
}}
}}

Revision as of 20:48, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιτειχίζω Medium diacritics: ἐπιτειχίζω Low diacritics: επιτειχίζω Capitals: ΕΠΙΤΕΙΧΙΖΩ
Transliteration A: epiteichízō Transliteration B: epiteichizō Transliteration C: epiteichizo Beta Code: e)piteixi/zw

English (LSJ)

   A build a fort or stronghold on the frontier of the enemy's country to serve as the basis of operations against him, abs., Th.1.142,7.47 ; ἐ. [Δεκέλειαν] τῇ πατρίδι And.1.101, cf. Lys.14.30, Plu.Alc. 23 ; ἐ. [ἐν add.codd.] τῷ Φλιοῦντι τὸ.. Τρικάρανον X.HG7.2.1, cf.5.1.2 ; and in Pass., Δεκελείας. ἐπιτετειχισμένης Aeschin.2.76 : metaph., ἐ. τυράννους ἐν χώρᾳ plant them like such forts in a country, D.10.8, cf. 8.36 ; so τῷ πλούτῳ τὴν ὑπεροψίαν ἐ. Luc.Nigr.23 ; ἐ. [τινὰ] τῇ συνωμοσίᾳ.. πολέμιον Plu.Brut.20.

German (Pape)

[Seite 990] eine Mauer, Verschanzung, ein Bollwerk gegen Einen errichten, absolut, Thuc. 1, 142. 7, 47; τινί, gegen Einen, Αἰγινήταις Xen. Hell. 5, 1, 1; τοῖς πολεμίοις ἐπιτετειχικὼς ἔσῃ 7, 2, 20; ἦλθες ἐς Δεκέλειαν καὶ ἐπετείχισας τῇ πατρίδι, u. befestigtest Dekelea, Andoc. 1, 101; Lys. 14, 30; τυραννίδα ἐπετείχισεν ὑμῖν ἐν τῇ Εὐβοίᾳ, er befestigte einen Tyrannen in Euböa als Feind gegen die Athener, Dem. 10, 8; vgl. 8, 36; übertr., τῷ πλούτῳ τὴν ὑπεροψίαν, dem Reichthum die Verachtung als Bollwerk entgegenstellen, Luc. Nigr. 23; vgl. Plut. τῇ συνωμοσίᾳ βαρὺν πολέμιον Brut. 20; pass., τὸ φρούριον Ὑρκανίοις ἐπιτετειχίσθαι Xen. Cyr. 5, 3, 11; Δεκελείας ἐπιτετειχισμένης Aesch. 2, 76; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιτειχίζω: οἰκοδομῶ φρούριονὀχύρωμα ἐπὶ τῶν συνόρων τῆς πολεμίας χώρας ὅπως χρησιμεύῃ ὡς ἡ βάσις στρατιωτικῶν ἐνεργειῶν κατ’ αὐτῆς, ἀπολ., Θουκ. 1. 142, 7. 47· ἐπ. Δεκέλειαν τῇ πατρίδι Ἀνδοκ. 13. 35, πρβλ. Πλουτ. Ἀλκιβ. 23· ἐπ. τῷ Φλιοῦντι τό… Τρικάρανον Ξεν. Ἑλλ. 7. 2, 1, πρβλ. 5. 1, 2· καὶ ἐν τῷ Παθ., Δεκελείας ἐπιτετειχισμένης Αἰσχίν. 38. 5: ― μεταφ., ἐπ. τυράννους ἐν χώρᾳ, ἐγκαθιδρύειν τυράννους ἐν τῇ χώρᾳ, Δημ. 99. 2, πρβλ. 133. 22· οὕτω, τῷ πλούτῳ τὴν ὑπεροψίαν ἐπ. Λουκ. Νιγρ. 23· ἐπ. τινὰ τῇ συνωμοσίᾳ… πολέμιον Πλουτ. Βροῦτ. 20.

French (Bailly abrégé)

ao. ἐπετείχισα, pf. ἐπιτετείχικα, pf. Pass. ἐπιτετείχισμαι;
élever un mur, un rempart contre : fig. ἐπ. τῷ πλούτῳ τὴν ὑπεροψίαν LUC opposer à la richesse le rempart du dédain ; Pass. être fortifié.
Étymologie: ἐπί, τειχίζω.

Greek Monolingual

ἐπιτειχίζω)
1. υψώνω τείχος, οχύρωμα, τειχίζω, οχυρώνω («οὐ μέντοι ἱκανόν γε ἔσται ἐπιτειχίζειν τε καὶ κωλύειν ἡμᾶς [τὸ φρούριον]», Θουκ.)
αρχ.
1. αντιτάσσω, τοποθετώ απέναντι, αντιθέτως («ἐπιτειχίσαντες τῷ πλούτῳ τὴν ὑπεροψίαν», Πλούτ.)
2. εγκαθιδρύω, εγκαθιστώ («καὶ τυραννίδ’ ἀπαντικρὺ τῆς Ἀττικῆς ἐπετείχισεν ὑμῑν ἐν τῇ Εὐβοίᾳ», Δημοσθ.)
3. κτίζω πάνω σε κάτι, κτίζω πάνω σε παλαιά θεμέλια.

Greek Monotonic

ἐπιτειχίζω: μέλ. Αττ. -ιῶ, οικοδομώ φρούριο στα σύνορα ως ορμητήριο για επιχειρήσεις εναντίον του εχθρού, σε Θουκ., Ξεν.· μεταφ., ἐπ. τυράννους, εγκαθίστανται, τοποθετούνται τύραννοι στη χώρα, σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιτειχίζω: 1) возводить стены, строить укрепления (Δεκέλεια ἐπιτετειχισμένη Aeschin.): ἐπιτειχίσαι τινί построить укрепления против кого-л.;
2) воздвигать как оплот, противопоставлять (τυραννίδα τινί Dem.; τῷ πλούτῳ τὴν ὑπεροψίαν Luc.; δύσμαχον πολέμιόν τινι Plut.).