εὐλή: Difference between revisions

From LSJ

ἂν βούλησθε ἀκούειν καί μοι περιουσία ᾖ τοῦ ὕδατος → if you care to hear and if the water in the water-clock holds out, if you care to hear and if I have time enough for speaking

Source
(4)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὐλή:''' ἡ, [[σκουλήκι]] ή [[κάμπια]], [[νύμφη]] εντόμου, μύγας, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.
|lsmtext='''εὐλή:''' ἡ, [[σκουλήκι]] ή [[κάμπια]], [[νύμφη]] εντόμου, μύγας, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''εὐλή:''' ἡ преимущ. pl. личинка, (могильный) червь Hom., Her., Arst., Plut.: εἰς εὐλὰς καὶ κνώδαλα μεταβάλλειν Plat. (после смерти) стать добычей червей и диких зверей.
}}
}}

Revision as of 21:08, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐλή Medium diacritics: εὐλή Low diacritics: ευλή Capitals: ΕΥΛΗ
Transliteration A: eulḗ Transliteration B: eulē Transliteration C: evli Beta Code: eu)lh/

English (LSJ)

ἡ,

   A worm, maggot, the larva of the fly (rarely in sg., AP7.472.10 (Leon.)), different fr. ἕλμινς; Hom. only in Il., of worms bred in flesh, 19.26, 24.414, al.; ὑπ' εὐλέων καταβρωθῆναι Hdt.3.16, cf.4.205, Hp.Mul.1.75, Pl.Ax.365c, Arist.HA506a30:—of common worms, Orph.L.600.

German (Pape)

[Seite 1078] ἡ (von εἴλω? Andere von οὐλή od. αὐλός), Made, bes. die im verwesenden Fleische, gew. im plur., Il. 19, 26. 24, 414; αἰόλαι, wimmelnde, kribbelnde Würmer, 22, 509; Hippocr.; ὑπ' εὐλέων καταβρωθῆναι Her. 3, 16; ζῶσα εὐλέων ἐξέζεσε 4, 205; σηπόμενος καὶ εἰς εὐλὰς καὶ κνώδαλα μεταβάλλων Plat. Ax. 365 c; vgl. Arist. H. A. 2, 6; καὶ σκώληκες Plut. Artax. 16; den sing. hat Hippocr.; Anth. XIV, 149. Von anderen, vielleicht Regenwürmern, Orph. Lith. 15, 91. Vgl. ἕλμινς.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
ver, insecte.
Étymologie: R. ϜελϜ, rouler > ϜεϜλ-, Ϝευλ- ; cf. εἰλέω ou εἴλω.

English (Autenrieth)

(cf. ϝείλω): worm, maggot. (Il.)

Greek Monolingual

εὐλή, ἡ (Α)
συν. στον πληθ.
1. σκουλήκι, προνύμφη μύγας η οποία ζει στο κρέας που σαπίζει («ὑπ' εὐλέων καταβρωθῆναι», Ηρόδ.)
2. γεν. σκουλήκι («εὐλάς τε κάμπας τε»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ε-Fl-a, ίσως < Fελ-ή, με μετάθεση. Πρόκειται για ονοματικό παράγωγο του ρ. είλω «στρέφω, γυρίζω, περιστρέφω»].

Greek Monotonic

εὐλή: ἡ, σκουλήκι ή κάμπια, νύμφη εντόμου, μύγας, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

εὐλή: ἡ преимущ. pl. личинка, (могильный) червь Hom., Her., Arst., Plut.: εἰς εὐλὰς καὶ κνώδαλα μεταβάλλειν Plat. (после смерти) стать добычей червей и диких зверей.