εὐμνημόνευτος: Difference between revisions
ἔστιν δέ που ἡ μὲν ἐπὶ σώμασι γυμναστική, ἡ δ' ἐπὶ ψυχῇ μουσική → I think I am right in saying that we have physical exercise for the body and the arts for the soul
(4) |
(2b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''εὐμνημόνευτος:''' -ον, αυτός που εύκολα [[κάποιος]] τον θυμάται, [[αξιομνημόνευτος]], σε Δημ.· συγκρ. <i>-ότερος</i>, σε Αριστ. | |lsmtext='''εὐμνημόνευτος:''' -ον, αυτός που εύκολα [[κάποιος]] τον θυμάται, [[αξιομνημόνευτος]], σε Δημ.· συγκρ. <i>-ότερος</i>, σε Αριστ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''εὐμνημόνευτος:''' <b class="num">1)</b> легко запоминающийся или легко вспоминающийся Dem., Arst., Plut.;<br /><b class="num">2)</b> достойный запоминания, заслуживающий упоминания, достопамятный Plat. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:12, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A easy to remember, Pl.Ti.18c, 18d, D.56.45, Aen. Tact.24.14, Ath.7.277c, etc.: Comp. -ότερος Arist.Rh.1367a26: Sup., ib.1409b6. II at one's fingers' ends, ἔστω σοι εὐ. φάρμακα Hp. Decent.9.
German (Pape)
[Seite 1081] gut zu erwähnen, erwähnenswerth, Plat. Tim. 18 c; leicht zu erzählen, καὶ βραχέα Dem. 56, 45; – leicht im Gedächtniß zu behalten, Arist. rhet. 1, 9. 3, 9 u. öfter, u. sp. Rhett.; superlat., D. L. 6, 31.
Greek (Liddell-Scott)
εὐμνημόνευτος: -ον, εὐκόλως μνημονευόμενος, ὃν εὐκόλως ἐνθυμεῖταί τις, Δημ. 1296. 10, Ἀθήν. 277C· - Συγκρ. -ότερος, Ἀριστοτ. Ρητ. 1. 9, 25· Ὑπερθ. αὐτόθι 3. 9, 3. ΙΙ. ἄξιος μνείας, ἀξιομνημόνευτος, Πλάτ. Τίμ. 18C, D.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qu’on se rappelle facilement;
Cp. εὐμνημονευτότερος, Sp. εὐμνημονευτότατος.
Étymologie: εὖ, μνημονεύω.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α εὐμνημόνευτος, -ον)
αυτός που μνημονεύεται εύκολα, που μπορεί να τον θυμάται κάποιος εύκολα, ευκολομνημόνευτος («τοῡτο μὲν διὰ τὴν ἀήθειαν τῶν λεχθέντων εὐμνημόνευτον», Πλάτ.)
αρχ.
πρόχειρος, προσιτός («εὐμνημόνευτα φάρμακα», Ιπποκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + μνημονευτός (< μνημονεύω)].
Greek Monotonic
εὐμνημόνευτος: -ον, αυτός που εύκολα κάποιος τον θυμάται, αξιομνημόνευτος, σε Δημ.· συγκρ. -ότερος, σε Αριστ.
Russian (Dvoretsky)
εὐμνημόνευτος: 1) легко запоминающийся или легко вспоминающийся Dem., Arst., Plut.;
2) достойный запоминания, заслуживающий упоминания, достопамятный Plat.