εὐράξ: Difference between revisions
Ἡδύ γε δικαίους ἄνδρας εὐτυχεῖν ὁρᾶν → Gerechte Menschen glücklich sehen, das erfreut → Zu sehn, dass der Gerechte glücklich ist, erfreut
(4) |
(2b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''εὐράξ:''' επίρρ. ([[εὖρος]])·<br /><b class="num">I.</b> από τη μια [[πλευρά]], [[πλαγίως]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> εὐρὰξ [[πατάξ]], επιφών., [[κραυγή]] για εκφοβισμό πτηνών, σε Αριστοφ. | |lsmtext='''εὐράξ:''' επίρρ. ([[εὖρος]])·<br /><b class="num">I.</b> από τη μια [[πλευρά]], [[πλαγίως]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> εὐρὰξ [[πατάξ]], επιφών., [[κραυγή]] για εκφοβισμό πτηνών, σε Αριστοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''εὐράξ:''' adv. сбоку, в стороне или в сторону: [[στῆ]] δ᾽ εὐ. Hom. он стал сбоку; εὐ. πάταξ! Arph. прочь отсюда! | |||
}} | }} |
Revision as of 21:16, 31 December 2018
English (LSJ)
Adv.
A on one side, sideways, στῆ δ' εὐ. σὺν δουρί Il.11.251, 15.541, cf. Lyc.920. II εὐ. πατάξ, an exclamation in Ar.Av.1258, to frighten away birds.
German (Pape)
[Seite 1092] (εὖρος), seitwärts, Il. 11, 251. 15, 541. Bei Ar. Av. 1250 εὐρὰξ πατάξ, Ausruf: husch (um die Iris zu verscheuchen)
Greek (Liddell-Scott)
εὐράξ: Ἐπίρρ., πλαγίως, στῇ δ’ εὐρὰξ σὺν δουρί, «ἐκ πλαγίου» (Σχόλ.), Ἰλ. Λ. 251, Ο. 541. ΙΙ. εὐρὰξ πατάξ, ἐπιφώνημα ἐν Ἀριστοφ. Ὄρν. 1258, πρὸς ἀποδίωξιν πτηνῶν, ἀλλ’ ἴδε Σχολιαστὴν ἐν τόπῳ, ὅστις δίδει εἰς τὸ ἐπιφώνημα τοῦτο κακὴν σημασίαν.
French (Bailly abrégé)
adv.
dans le sens de la largeur, transversalement ; de côté.
Étymologie: εὐρύς.
English (Autenrieth)
(εὖρος): on one side, sidewise, Il. 11.251, Il. 15.541.
Greek Monolingual
εὐράξ (Α)
επίρρ.
1. πλαγίως, στα πλάγια
2. φρ. «εὐράξ πατάξ» — αναφώνηση, επιφώνημα προς εκδίωξη πτηνών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ευράξ (πρβλ. λαξ, οδάξ, παξ), συσχετίστηκε με τον τ. ευρύς, εξ ου και η λ. ερμηνεύθηκε «εκ πλαγίου». Άλλοι τή θεωρούν ως «σύνθετο εκ συναρπαγής» από τη φράση δε Fράξ (Fραξ < ράσσω, ράττω «χτυπώ, ωθώ, προσκρούω»].
Greek Monotonic
εὐράξ: επίρρ. (εὖρος)·
I. από τη μια πλευρά, πλαγίως, σε Ομήρ. Ιλ.
II. εὐρὰξ πατάξ, επιφών., κραυγή για εκφοβισμό πτηνών, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
εὐράξ: adv. сбоку, в стороне или в сторону: στῆ δ᾽ εὐ. Hom. он стал сбоку; εὐ. πάταξ! Arph. прочь отсюда!