ἐφορμή: Difference between revisions

From LSJ

τοὐλεύθερον γὰρ ὄνομα παντὸς ἄξιον → the titlefree' is worth everything

Source
(4)
(2b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐφορμή:''' ἡ,<br /><b class="num">1.</b> [[είσοδος]] επίθεσης, [[μία]] δ' [[οἴη]] γίγνετ' [[ἐφορμή]], ο [[μόνος]] [[τόπος]] για να επιτεθεί [[κάποιος]], σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">2.</b> [[επίθεση]], [[επιδρομή]], [[προσβολή]], σε Θουκ.
|lsmtext='''ἐφορμή:''' ἡ,<br /><b class="num">1.</b> [[είσοδος]] επίθεσης, [[μία]] δ' [[οἴη]] γίγνετ' [[ἐφορμή]], ο [[μόνος]] [[τόπος]] για να επιτεθεί [[κάποιος]], σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">2.</b> [[επίθεση]], [[επιδρομή]], [[προσβολή]], σε Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐφορμή:''' ἡ<b class="num">1)</b> удобное для нападения место, подступ: [[μία]] δ᾽ [[οἴη]] γίγνετ᾽ ἐ. Hom. только этот подступ и был;<br /><b class="num">2)</b> нападение: ἐκ γῆς ἐφορμαῖς τὰς πόλεις [[λαβεῖν]] Thuc. атаками с суши захватить города.
}}
}}

Revision as of 21:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐφορμή Medium diacritics: ἐφορμή Low diacritics: εφορμή Capitals: ΕΦΟΡΜΗ
Transliteration A: ephormḗ Transliteration B: ephormē Transliteration C: eformi Beta Code: e)formh/

English (LSJ)

ἡ,

   A way of attack, μία δ' οἴη γίγνετ' ἐφορμή only room for one to attack, Od.22.130, cf. A.R.4.148, Opp.H.4.623; assault, attack, πόλεις ἐφορμαῖς λαβεῖν Th.6.90; enterprise, A.R.4.204.

German (Pape)

[Seite 1123] ἡ, der Ort zum Eindringen, Zugang, Od. 22, 130; – das Angreifen, der Angriff, Thuc. 6, 90 u. sp. D., wie Ap. Rh. 4, 148; das Unternehmen übh., 4, 204.

Greek (Liddell-Scott)

ἐφορμή: ἡ, εἴσοδος, δι’ ἧς νὰ ἐφορμήσῃ τις, μία δ’ οἴη γίγνετ’ ἐφορμὴ Ὀδ. Χ. 130, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 108, Ὀππ. Ἁλ. 4. 623: - προσβολή, ἐπίθεσις, ἐφορμαῖς λαβεῖν Θουκ. 6. 90, πρβλ. Cöller εἰς 6. 49· ἐπιχείρησις, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 204.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
1 action d’assaillir, attaque;
2 endroit par où l’on attaque.
Étymologie: ἐφορμάω.

English (Autenrieth)

way to speed to (from the interior to the ὁδὸς ἐς λαύρην), Od. 22.130†.

Greek Monolingual

ἐφορμή, ἡ (Α)
1. δρόμος, τόπος επιδρομής, είσοδος για να εφορμήσει κάποιος
2. προσβολή, επίθεση
3. επιχείρηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητικός σχηματισμός από το εφορμώ].

Greek Monotonic

ἐφορμή: ἡ,
1. είσοδος επίθεσης, μία δ' οἴη γίγνετ' ἐφορμή, ο μόνος τόπος για να επιτεθεί κάποιος, σε Ομήρ. Οδ.
2. επίθεση, επιδρομή, προσβολή, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἐφορμή:1) удобное для нападения место, подступ: μία δ᾽ οἴη γίγνετ᾽ ἐ. Hom. только этот подступ и был;
2) нападение: ἐκ γῆς ἐφορμαῖς τὰς πόλεις λαβεῖν Thuc. атаками с суши захватить города.