ζοφώδης: Difference between revisions
νύκτα οὖν ἡμέραν ποιούμενος → without delay, as soon as possible, as fast as possible, making the night day, making night into day, turning night into day
(16) |
(2b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ες (AM [[ζοφώδης]], -ες) [[ζόφος]]<br />αυτός που έχει σκοτεινό [[χρώμα]], [[σκοτεινός]], [[ζοφερός]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>μτφ.</b> αυτός που [[είναι]] βυθισμένος στο [[σκοτάδι]] της [[πλάνης]] και της αμάθειας, [[γεμάτος]] προκαταλήψεις, [[αμόρφωτος]], [[αδιαφώτιστος]]. | |mltxt=-ες (AM [[ζοφώδης]], -ες) [[ζόφος]]<br />αυτός που έχει σκοτεινό [[χρώμα]], [[σκοτεινός]], [[ζοφερός]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>μτφ.</b> αυτός που [[είναι]] βυθισμένος στο [[σκοτάδι]] της [[πλάνης]] και της αμάθειας, [[γεμάτος]] προκαταλήψεις, [[αμόρφωτος]], [[αδιαφώτιστος]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ζοφώδης:''' потемневший, мрачный, темный Arst., Plut., Anth. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:25, 31 December 2018
English (LSJ)
ες,=
A ζοφοειδής, οὖρον Hp.Coac.570; θάλαττα Arist.Pr. 944b22; ἀήρ ib.946a34 (Sup.), cf. Vett. Val.312.32; [σελήνη] Thphr. Sign.12; Βόσπορος Str.1.2.9; Εὖρος App.Hann.20; opaque, Cleom. 1.4.
German (Pape)
[Seite 1140] ες, dunkel, Hdn. 1, 8, 12; νέκυς Crinag. 36 (VII,380).
Greek (Liddell-Scott)
ζοφώδης: -ες, = ζοφοειδής, Ἱππ. 213C, Ἀριστ. Προβλ. 26, 37, 53.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
obscur, trouble.
Étymologie: ζόφος, -ωδης.
English (Slater)
ζοφώδης ?
1 dark Σ (O. 7.86), ἔφη ὁ Πίνδαρος νεφέλην τὴν ὕδωρ ἔχουσαν ζοφώδη fr. 302.
Greek Monolingual
-ες (AM ζοφώδης, -ες) ζόφος
αυτός που έχει σκοτεινό χρώμα, σκοτεινός, ζοφερός
μσν.
μτφ. αυτός που είναι βυθισμένος στο σκοτάδι της πλάνης και της αμάθειας, γεμάτος προκαταλήψεις, αμόρφωτος, αδιαφώτιστος.
Russian (Dvoretsky)
ζοφώδης: потемневший, мрачный, темный Arst., Plut., Anth.