ἰχνοσκοπέω: Difference between revisions
Σκηνὴ πᾶς ὁ βίος καὶ παίγνιον: ἢ μάθε παίζειν, τὴν σπουδὴν μεταθείς, ἢ φέρε τὰς ὀδύνας → All life is a stage and a play: either learn to play laying your gravity aside, or bear with life's pains.
(5) |
(2b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἰχνοσκοπέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[εξετάζω]] το [[αποτύπωμα]], [[ερευνώ]] τα ίχνη, σε Αισχύλ. | |lsmtext='''ἰχνοσκοπέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[εξετάζω]] το [[αποτύπωμα]], [[ερευνώ]] τα ίχνη, σε Αισχύλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἰχνοσκοπέω:''' искать следы, разыскивать по следу (ἰ. καὶ στιβεύειν τι Plut.; ἰ. ἐν στίβοισί τινος Aesch.). | |||
}} | }} |
Revision as of 22:20, 31 December 2018
English (LSJ)
A look at the track or traces, ἐν στίβοισι τοῖς ἐμοῖς A.Ch. 227, cf. S.Ichn.7; ἰ. καὶ στιβεύειν τὸ μέλλον Plu.2.399a.
German (Pape)
[Seite 1277] die Spur betrachten, ausspüren; ἐν στίβοις Aesch. Ch. 226; καὶ στιβεύειν Plut. de Pyth. orac. 10.
Greek (Liddell-Scott)
ἰχνοσκοπέω: παρατηρῶ, ἐξετάζω τὰ ἴχνη, ἰχνοσκοποῦσά τ’ ἐν στίβοισι τοῖς ἐμοῖς Αἰσχύλ. Χο. 227· ἴχν. καὶ στιβεύειν τὸ μέλλον Πλούτ. 2. 399Α.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
observer ou suivre la trace.
Étymologie: ἴχνος, σκοπέω.
Greek Monotonic
ἰχνοσκοπέω: μέλ. -ήσω, εξετάζω το αποτύπωμα, ερευνώ τα ίχνη, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
ἰχνοσκοπέω: искать следы, разыскивать по следу (ἰ. καὶ στιβεύειν τι Plut.; ἰ. ἐν στίβοισί τινος Aesch.).