καλλιέλαιος: Difference between revisions
οὕτως εἴη ἡμίν ὁ Θεός βοηθός καὶ τὸ ἱερὸν Αὐτοῦ Εὐαγγέλιον ὧδε ἐμφανισθέντα-ὁρκισθέντα → so help us God and Ηis holy Gospel the things here declared and sworn
(18) |
(2b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[καλλιέλαιος]] (AM, Α και καλλιελαία, Μ και ως επίθ. [[καλλιέλαιος]], -ον)<br />ήμερη, καλλιεργημένη [[ελιά]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>ως επίθ.</b> <b>φρ.</b> «[[ἐλαία]] [[καλλιέλαιος]]» — [[ελιά]] που παράγει καλή [[ποιότητα]] λαδιού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>καλλ</i>(<i>ι</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[έλαιος]] (<span style="color: red;"><</span> [[ἔλαιον]] ή <span style="color: red;"><</span> [[ἐλαία]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αγρι</i>-[[έλαιος]], <i>φιλ</i>-[[έλαιος]]]. | |mltxt=[[καλλιέλαιος]] (AM, Α και καλλιελαία, Μ και ως επίθ. [[καλλιέλαιος]], -ον)<br />ήμερη, καλλιεργημένη [[ελιά]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>ως επίθ.</b> <b>φρ.</b> «[[ἐλαία]] [[καλλιέλαιος]]» — [[ελιά]] που παράγει καλή [[ποιότητα]] λαδιού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>καλλ</i>(<i>ι</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[έλαιος]] (<span style="color: red;"><</span> [[ἔλαιον]] ή <span style="color: red;"><</span> [[ἐλαία]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αγρι</i>-[[έλαιος]], <i>φιλ</i>-[[έλαιος]]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''καλλῐέλαιος:''' ἡ культурное масличное дерево, садовая маслина Arst., NT. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:36, 31 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A garden olive, opp. ἀγριέλαιος, Ep.Rom. 11.24:—fem. καλλῐ-ελαία, ἡ, Arch.Pap.2.218 (iii/iv A.D.): as Adj., κ. ἐλαία PCair.Zen.125.3 (iii B. C.), Gp.9.8; φυτόν ib.9.10.6.
German (Pape)
[Seite 1309] reich an schönem Oel; bei Arist. plant. 1, 6 Ggstz von ἀγριέλαιος; Sp.
Greek (Liddell-Scott)
καλλιέλαιος: ἡ, ἡ ἥμερος ἐλαία, ἀντίθετον τῷ ἀγριέλαιος, Ἀριστ. π. Φυσ. 1. 6, 4, Καιν. Διαθ.· - ὡσαύτως ὡς ἐπίθ., ὁ παράγων καλὸν ἔλαιον, καὶ γενήσεται ἡ ἐλαία πολυφόρος καὶ καλλιέλαιος Γεωπ. 9. 8., 9. 10, 6.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui produit de belles olives ; subst. ἡ καλλιέλαιος olivier cultivé.
Étymologie: καλός, ἐλαία.
Ant. ἀγριέλαιος.
Syn. ἐλάα, ἐλαία, ἐλαΐς, μορία.
English (Strong)
from the base of καλλίον and ἐλαία; a cultivated olive tree, i.e. a domesticated or improved one: good olive tree.
English (Thayer)
καλλιελαιου, ἡ (from κάλλος and ἐλαία), the garden olive (A. V. good olive tree) (opposed to ἀγριέλαιος the wild olive): Aristotle, de plant. 1,6, p. 820{b}, 40.
Greek Monolingual
καλλιέλαιος (AM, Α και καλλιελαία, Μ και ως επίθ. καλλιέλαιος, -ον)
ήμερη, καλλιεργημένη ελιά
μσν.
ως επίθ. φρ. «ἐλαία καλλιέλαιος» — ελιά που παράγει καλή ποιότητα λαδιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)- + -έλαιος (< ἔλαιον ή < ἐλαία), πρβλ. αγρι-έλαιος, φιλ-έλαιος].
Russian (Dvoretsky)
καλλῐέλαιος: ἡ культурное масличное дерево, садовая маслина Arst., NT.