κονίπους: Difference between revisions

From LSJ

μάλα δ' ὦκα θύρηθ' ἔα ἀμφὶς ἐκείνων → very soon I was out, away from them | very soon was out of the water, and away from them

Source
(nl)
(3)
Line 10: Line 10:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=κονίπους, gen. - ποδος [κόνις, πούς] slof.
|elnltext=κονίπους, gen. - ποδος [κόνις, πούς] slof.
}}
{{elru
|elrutext='''κονίπους:''' ποδος ὁ<br /><b class="num">1)</b> с запыленными ногами (прозвище крестьян из Эпидавра) Plut.;<br /><b class="num">2)</b> «пыльники», легкая обувь Arph.
}}
}}

Revision as of 23:05, 31 December 2018

German (Pape)

[Seite 1481] οδος, s. κονιόπους.

French (Bailly abrégé)

ποδος (ὁ, ἡ)
aux pieds poudreux ; paysan ou homme du peuple.
Étymologie: κόνις, πούς.

Greek Monolingual

κονίπους, -οδος, ὁ (Α)
συν. στον πληθ. οἱ κονίποδες
α) (ως ονομ. τών δούλων στην Επίδαυρο) αυτός που έχει τα πόδια γεμάτα σκόνη («ἐκαλοῡντο δὲ κονίποδες ώς συμβαλεῑν ἔστιν, ἀπὸ τῶν ποδῶν γνωριζόμενοι κεκονιμένων», Πλούτ.)
β) σανδάλια με στενά πέλματα που κάλυπταν μικρό μόνο μέρος τών ποδιών, ενώ το μεγαλύτερο μέρος ήταν εκτεθειμένο στη σκόνη («οἱ δὲ κονίποδες, λεπτὸν ὑπόδημα πρεσβυτικόν
τὸ δὲ κάττυμα κοῡφον, ὡς ἐγγὺς εἶναι τῆς κόνεως τὸν πόδα», Πολυδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόνις + -πους (< πους), πρβλ. ελεφαντό-πους, λεοντό-πους].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κονίπους, gen. - ποδος [κόνις, πούς] slof.

Russian (Dvoretsky)

κονίπους: ποδος ὁ
1) с запыленными ногами (прозвище крестьян из Эпидавра) Plut.;
2) «пыльники», легкая обувь Arph.