λιβάδιον: Difference between revisions
ἐπείγει γάρ με τοὐκ θεοῦ παρόν → the divine summons urges me | what has come from the god urges me | the power of the god is present, hurrying me on
(5) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''λῐβάδιον:''' [ᾰ], τό, υποκορ. του [[λιβάς]], μικρό [[ρυάκι]], σε Στράβ. | |lsmtext='''λῐβάδιον:''' [ᾰ], τό, υποκορ. του [[λιβάς]], μικρό [[ρυάκι]], σε Στράβ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''λῐβάδιον:''' (ᾰ) τό вода, водоем (πότιμον Plut.). | |||
}} | }} |
Revision as of 23:36, 31 December 2018
English (LSJ)
[ᾰ], τό, (λιβάς)
A small spring, πότιμα λ. Plu.2.913c; small stream, λ. ὀλεθρίου ὕδατος Str.8.8.4. II in the common dialect, a wet place, Eust.1358.54, Thom.Mag.p.223 R.; = χωρίον βοτανῶδες, Hsch. III = κενταύρειον τὸ μικρόν, Plin.HN25.68.
German (Pape)
[Seite 42] τό, ein feuchter Ort, Au, Wiese, VLL. u. Sp. – Als dim. von λιβάς, kleiner Quell, Strab. VIII, 389; πότιμα λιβάδια, Plut. qu. nat. 5; Hdn. Epimer. 77 wird es erkl. μικρὸς σταλαγμός.
Greek (Liddell-Scott)
λῐβάδιον: τό, (λιβὰς) ὕδωρ, πότιμα λ. Πλούτ. 2. 913C· μικρὸς ῥύαξ, λ. ὕδατος Στράβ. 389. ― Κατὰ τὸν Ἡρῳδιαν. (Ἐπιμερ. 77) «λιβάδιον· μικρὸς σταλαγμός». ΙΙ. ἐν τῇ κοινῇ διαλέκτῳ, τόπος ἔνυδρος, λειμών, «λιβάδι», Θωμ. Μάγιστρ. 223. 15. Εὐστ. ΙΙΙ. ὄνομα βοτάνης, κενταύριον μικρόν, centaureum parvum, Πλιν. Ν. Η. 25. 31. ― Ἴδε Κόντον ἐν Ἀθηνᾶς, τόμ. Α΄, σ. 403.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
un peu d’eau.
Étymologie: λιβάς.
Greek Monotonic
λῐβάδιον: [ᾰ], τό, υποκορ. του λιβάς, μικρό ρυάκι, σε Στράβ.
Russian (Dvoretsky)
λῐβάδιον: (ᾰ) τό вода, водоем (πότιμον Plut.).