μελαγχολικός: Difference between revisions

From LSJ

κόσμος σκηνή, ὁ βίος πάροδος· ἦλθες, εἶδες, ἀπῆλθες → The world is a stage, life is your entrance: you came, you saw, you departed (Democritus fr. 115 D-K)

Source
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μελαγχολικός:''' -ή, -όν, [[μελαγχολικός]], [[χολερικός]], σε Πλάτ.
|lsmtext='''μελαγχολικός:''' -ή, -όν, [[μελαγχολικός]], [[χολερικός]], σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''μελαγχολικός:''' одержимый меланхолией, пораженный тяжелым безумием Plat., Plut.
}}
}}

Revision as of 23:52, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελαγχολικός Medium diacritics: μελαγχολικός Low diacritics: μελαγχολικός Capitals: ΜΕΛΑΓΧΟΛΙΚΟΣ
Transliteration A: melancholikós Transliteration B: melancholikos Transliteration C: melagcholikos Beta Code: melagxoliko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A of atrabilious or melancholic temperament, τὰ μ. Hp.Aph.3.20; οἱ μ. ib.4.9; opp. πικρόχολος, Id.Acut.61. Adv. -κῶς Id.Prorrh.1.14, Coac.92, etc.    II atrabilious, impulsive, Pl.R.573c, Arist.EN1152a19.

German (Pape)

[Seite 118] ή, όν, zu schwarzer Galle gehörig, zum Tiefsinn, zur Melancholie geneigt; Plat. Rep. IX, 573 c; Hippocr., Plut. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μελαγχολικός: -ή, -όν, ὁ ἔχων κρᾶσιν μελαγχολικήν, τὰ μ. Ἱππ. Ἀφ. 1248· οἱ μ. αὐτόθι 1249· ἀντίθετ. τῷ πικρόχολος, ὁ αὐτ. π. Διαίτ. Ὀξ. 394· ― Ἐπίρρ. -κῶς, Ἱππ. 68C, κτλ. ΙΙ. ὁ ἔχων μέλαιναν τὴν χολήν, Πλάτ. Πολ. 573C, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 7. 10, 3.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
d’un caractère mélancolique, d’humeur sombre.
Étymologie: μελαγχολία.

Greek Monolingual

-ή, -ό (ΑM μελαγχολικός, -ή, -όν)
νεοελλ.
1. αυτός που προξενεί μελαγχολία, βαρυθυμία, ακεφιάμελαγχολικός καιρός»)
2. αυτός που πάσχει από μελαγχολία
νεοελλ.-μσν.
βαρύθυμος, σκυθρωπός, άκεφος
μσν.
1. αυτός που έχει δεχθεί έγχυση χολής στο αίμα
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ μελαγχολικόν
ασθένεια που προέρχεται από έγχυση χολής στο αίμα
αρχ.
1. αυτός που προέρχεται από την ασθένεια μελαγχολία
2. υποχονδριακός.
επίρρ...
μελαγχολικώς και -ά (Α μελαγχολικῶς)
με μελαγχολικό τρόπο, με μελαγχολία, με δυσθυμία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μελάγχολος. Για σημασιολογικά σχόλια βλ. λ. μελαγχολία. Τη λ. δανείστηκαν οι άλλες γλώσσες (πρβλ. αγγλ. melancholic, γαλλ. melancholique).

Greek Monotonic

μελαγχολικός: -ή, -όν, μελαγχολικός, χολερικός, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

μελαγχολικός: одержимый меланхолией, пораженный тяжелым безумием Plat., Plut.