μετεῖπον: Difference between revisions

From LSJ

δός μοι πᾷ στῶ καὶ τὰν γᾶν κινήσω → give me a place to stand, and I will move the Earth

Source
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μετεῖπον:''' Επικ. μετ-έειπον, λειτουργεί ως αόρ. βʹ του [[μετάφημι]]·<br /><b class="num">I.</b> [[μιλώ]] [[ανάμεσα]] σε άλλους, απευθύνομαι σ' αυτούς, με δοτ. πληθ., σε Όμηρ.<br /><b class="num">2.</b> αμτβ., [[μιλώ]] ύστερα, [[κατόπιν]], στον ίδ.
|lsmtext='''μετεῖπον:''' Επικ. μετ-έειπον, λειτουργεί ως αόρ. βʹ του [[μετάφημι]]·<br /><b class="num">I.</b> [[μιλώ]] [[ανάμεσα]] σε άλλους, απευθύνομαι σ' αυτούς, με δοτ. πληθ., σε Όμηρ.<br /><b class="num">2.</b> αμτβ., [[μιλώ]] ύστερα, [[κατόπιν]], στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''μετεῖπον:''' эп. [[μετέειπον]] aor. 2 к *μετάφῃμι.
}}
}}

Revision as of 00:00, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετεῖπον Medium diacritics: μετεῖπον Low diacritics: μετείπον Capitals: ΜΕΤΕΙΠΟΝ
Transliteration A: meteîpon Transliteration B: meteipon Transliteration C: meteipon Beta Code: metei=pon

English (LSJ)

Ep. μετέειπον, aor. 2 of μεταφωνέω,

   A speak among, address, c. dat. pl.; freq. in Hom., mostly in phrases, ὅ σφιν ἐϋφρονέων ἀγορήσατο καὶ μετέειπεν Il.1.253, al.; τοῖσι δὲ καὶ μετέειπε 2.336, al., cf. Hes. Th.643: abs., mostly with ὀψέ, Il.7.94, Od.7.155, etc.—Hom. always uses 3sg. Ep. μετέειπε, exc. once 1sg. μετέειπον, Od.19.140.

German (Pape)

[Seite 158] (s. εἶπον), zu Mehreren, unter ihnen sprechen, am häufigsten ὅ σφιν ἐϋφρονέων ἀγορήσατο καὶ μετέειπε u. τοῖσι δὲ καὶ μετέειπε; auch τοῖσι – μετὰ μῦθον ἔειπεν, Il. 3, 303. 9, 623 u. öfter; vgl. μετὰ πᾶσιν ἔειπεν u. ähnl., die nicht als Tmesis zu nehmen sind; die erste Person μετέειπον Od. 19, 140; auch ohne Casus, Il. 7, 94. 8, 30. 9, 31 Od. 7, 155; auch bei sp. D.

Greek (Liddell-Scott)

μετεῖπον: Ἐπικ. μετέειπον, ἀόρ. β΄ τοῦ μετάφημι, λέγω, ὁμιλῶ εἰς τὸ πλῆθος, μετὰ δοτ. πληθ.· συχνὸν παρ’ Ὁμ. κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν ταῖς φράσεσι, ὅ σφιν ἐϋφρονέων ἀγορήσατο καὶ μετέειπεν, τοῖσι δὲ καὶ μετέειπεν, πρβλ. Ἡσ. Θ. 643. 2) ὁμιλῶ κατόπιν, μετὰ ταῦτα, κατὰ τὸ πλεῖστον μετὰ τοῦ ὀψέ, Ἰλ. Η. 94, Ὀδ. Η. 155, κτλ. - Ὁ Ὅμ. ἀείποτε μεταχειρίζεται τὸ Ἐπικ. γ΄ ἑνικ. μετέειπε· ἅπαξ δὲ τὸ α΄ ἑνικ. μετέειπον, Ὀδ. Τ. 140.

French (Bailly abrégé)

épq. μετέειπον;
1 parler au milieu de, τινι;
2 parler ensuite.
Étymologie: μετά, εἶπον ; μετέειπον est pour *μετέϜεπον.

English (Autenrieth)

spoke among or to, τισί. See εἶπον.

Greek Monotonic

μετεῖπον: Επικ. μετ-έειπον, λειτουργεί ως αόρ. βʹ του μετάφημι·
I. μιλώ ανάμεσα σε άλλους, απευθύνομαι σ' αυτούς, με δοτ. πληθ., σε Όμηρ.
2. αμτβ., μιλώ ύστερα, κατόπιν, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

μετεῖπον: эп. μετέειπον aor. 2 к *μετάφῃμι.