ὁδηγέω: Difference between revisions

From LSJ

Οὐδεὶς ἀνίας χρήματα δοὺς ἐπαύσατο → Nullum e maerore exemit data pecunia → Mit Geld hat keiner noch beendet eine Qual

Menander, Monostichoi, 439
(5)
(3b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὁδηγέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> ([[ὁδηγός]]), [[δείχνω]] σε κάποιον τον δρόμο, με αιτ. προσ., σε Αισχύλ.· απόλ., [[δείχνω]] τον δρόμο, [[καθοδηγώ]], σε Ευρ.
|lsmtext='''ὁδηγέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> ([[ὁδηγός]]), [[δείχνω]] σε κάποιον τον δρόμο, με αιτ. προσ., σε Αισχύλ.· απόλ., [[δείχνω]] τον δρόμο, [[καθοδηγώ]], σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὁδηγέω:''' быть проводником, вести, провожать (τινα Aesch.): ὁδηγήσω δ᾽ [[ἐγώ]] Eur. я буду (твоим) проводником; ὁ. τυφλοῖς Plut. и τυφλούς NT быть поводырем слепцов.
}}
}}

Revision as of 00:40, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁδηγέω Medium diacritics: ὁδηγέω Low diacritics: οδηγέω Capitals: ΟΔΗΓΕΩ
Transliteration A: hodēgéō Transliteration B: hodēgeō Transliteration C: odigeo Beta Code: o(dhge/w

English (LSJ)

   A lead one upon his way, guide, c. acc. pers., Ps.-Phoc.24, A.Pr. 728, Act.Ap.8.31, X.Eph.1.9 : abs., E.HF1402 ; φύσιος εἰς τὸ ἄριστον -εούσης Hp.Lex 2 :—Pass., Plu.2.954b, Vett. Val.359.30 :— also ὁδηγ-ετέω, Them.Or.11.151c.

German (Pape)

[Seite 292] ein ὁδηγός sein, den Weg zeigen, führen, geleiten; αὗταί σ' ὁδηγήσουσιν, Aesch. Prom. 730; absol., Eur. Herc. Fur. 1402; öfter bei Sp., auch in Prosa; auch übertr., Einen anleiten, anweisen, unterrichten, u. eben so im med.

Greek (Liddell-Scott)

ὁδηγέω: μέλλ. -ήσω. (ὁδηγὸς) ὡς καὶ νῦν, κυρίως δεικνύω εἴς τινα τὴν ὁδόν, μετ’ αἰτ. προσ., τυφλὸν ὁδήγει Ψευδο-Φωκυλ. 24, Αἰσχύλ. Πρ. 730· ἀπολ., Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1402· ὁδ. εἴς τι Ἱππ. Λεξ.· - οὕτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ Ξενοφ. Ἐφέσ. 5, 1, κτλ. 2) μεταφ., ὁδηγῶ, διδάσκω, Πλούτ. 2. 954Β· οὕτω καὶ ὁδηγετέω ἐν Θεμιστ. 151C· πρβλ. κυνηγετέω, ποδηγητέω.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 conduire sur la route, guider, acc.;
2 rendre accessible, frayer un chemin.
Étymologie: ὁδηγός.

English (Strong)

from ὁδηγός; to show the way (literally or figuratively (teach)): guide, lead.

English (Thayer)

ὁδήγω; future ὁδηγήσω; 1st aorist subjunctive 3rd person singular ὁδηγήσῃ; (ὁδηγός, which see); the Sept. chiefly for נָחָה, also for הִדְרִיך, הולִיך, etc.;
a. properly, to be a guide, lead on one's way, to guide: τινα, τινα ἐπί τί, Aeschylus, Euripides, Diodorus, Alciphron, Babrius, others).
b. tropically, to be a guide or teacher; to give guidance to: τινα, Plutarch, mor. 954b.); εἰς τήν ἀλήθειαν, R G L Tr WH text (see below)) (ὁδήγησόν με ἐπί τήν ἀλήθειαν σου καί δίδαξόν με, εἰς and πρός in the Teaching of the Apostles, chapter 3 [ET])); followed by ἐν, with the dative of the thing in which one gives guidance, instruction or assistance to another, ἐν τῇ ἀλήθεια, T WH marginal reading (see above) (ὁδήγησόν με ἐν τῇ ὁδῷ σου καί πορεύσομαι ἐν τῇ ἀλήθεια σου, Wisdom of Solomon 10:17).

Greek Monotonic

ὁδηγέω: μέλ. -ήσω (ὁδηγός), δείχνω σε κάποιον τον δρόμο, με αιτ. προσ., σε Αισχύλ.· απόλ., δείχνω τον δρόμο, καθοδηγώ, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ὁδηγέω: быть проводником, вести, провожать (τινα Aesch.): ὁδηγήσω δ᾽ ἐγώ Eur. я буду (твоим) проводником; ὁ. τυφλοῖς Plut. и τυφλούς NT быть поводырем слепцов.