παγκρατιαστικός: Difference between revisions
ἄνθρωπος ὢν ἥμαρτον· οὐ θαυμαστέον → being human I made a mistake; there is nothing remarkable about it
(nl) |
(3b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=παγκρατιαστικός -ή -όν [παγκρατιάζω] van het pankration; bedreven in het pankration. | |elnltext=παγκρατιαστικός -ή -όν [παγκρατιάζω] van het pankration; bedreven in het pankration. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''παγκρᾰτιαστικός:''' <b class="num">I</b> 3 относящийся к всеборью ([[τέχνη]] Plat.).<br /><b class="num">II</b> ὁ панкратиаст (ὁ δυνάμενος θλίβειν καὶ κατέχειν [[παλαιστικός]] (sc. ἐστιν), ὁ δὲ ὦσαι τᾖ πληγῇ - [[πυκτικός]], ὁ δ᾽ ἀμφοτέροις τούτοις - π. Arst.). | |||
}} | }} |
Revision as of 01:16, 1 January 2019
English (LSJ)
ή, όν,
A of or for the παγκράτιον, ἡ π. τέχνη Pl.Euthd. 272a. Adv. -κῶς Poll.3.150, Sch.Pi.N.3.27. II skilled in the παγκράτιον, ὁ θλίβειν καὶ κατέχειν δυνάμενος, παλαιστικός· ὁ δ' ὦσαι τῇ πληγῇ, πυκτικός· ὁ δ' ἀμφοτέροις τούτοις, π. Arist.Rh.1361b26, cf. Gal. 6.158.
German (Pape)
[Seite 436] ή, όν, den Pankratiasten betreffend; τέχνη, Plat. Euthyd. 272 a; ὁ παγκρ., der sich auf den Kampf im Pankration versteht, nach Arist. rhet. 1, 5 ὁ θλίβειν καὶ κατέχειν (αλαιστικός) καὶ ὦσαι τῇ πληγῇ (πυκτικός) δυνάμενος. – Adv., Poll. 3, 150.
Greek (Liddell-Scott)
παγκρᾰτιαστικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὸ παγκράτιον (ἴδε παγκράτιον), ἡ παγκρ. τέχνη, ἡ τοῦ παγκρατιαστοῦ τέχνη, Πλάτ. Εὐθυδ. 272Α. ΙΙ. ὁ ἔμπειρος εἰς τὸ παγκράτιον. Ἀριστ. Ρητ. 1. 5, 14. ― Ἐπιρρ. παγκρατιαστικῶς, Σχόλ. εἰς Πινδ. Ν. 3. 27.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui lutte ou s’exerce au pancrace.
Étymologie: παγκρατιάζω.
Greek Monolingual
παγκρατιαστικός, -ή, -όν (Α) παγκρατιαστής
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή αρμόζει στο παγκράτιο («παγκρατιαστική τέχνη», Πλάτ.)
2. ο έμπειρος στο παγκράτιο, ο ικανός παγκρατιαστής.
επίρρ...
παγκρατιαστικῶς (Α)
με την παγκρατιαστική τέχνη.
Greek Monotonic
παγκρᾰτιαστικός: -ή, -όν,
I. αυτός που ανήκει ή ταιριάζει στο παγκράτιον, ἡ παγκρατιαστικὴ τέχνη, η επιδεξιότητα στο παγκράτιο, σε Πλάτ.
II. δεινός, επιτήδειος στο παγκράτιον, σε Αριστ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παγκρατιαστικός -ή -όν [παγκρατιάζω] van het pankration; bedreven in het pankration.
Russian (Dvoretsky)
παγκρᾰτιαστικός: I 3 относящийся к всеборью (τέχνη Plat.).
II ὁ панкратиаст (ὁ δυνάμενος θλίβειν καὶ κατέχειν παλαιστικός (sc. ἐστιν), ὁ δὲ ὦσαι τᾖ πληγῇ - πυκτικός, ὁ δ᾽ ἀμφοτέροις τούτοις - π. Arst.).