περιπείρω: Difference between revisions

From LSJ

Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei

Menander, Monostichoi, 197
(5)
(3b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''περιπείρω:''' [[τρυπώ]] στη [[σούβλα]]· μεταφ., [[διαπερνώ]], ἑαυτοὺς [[περιπείρω]] ὀδύναις, σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''περιπείρω:''' [[τρυπώ]] στη [[σούβλα]]· μεταφ., [[διαπερνώ]], ἑαυτοὺς [[περιπείρω]] ὀδύναις, σε Καινή Διαθήκη
}}
{{elru
|elrutext='''περιπείρω:''' <b class="num">1)</b> насквозь прокалывать, пронзать (τῷ ἀγκίστρῳ Plut.; ὀβελοῖς Luc.);<br /><b class="num">2)</b> втыкать, насаживать (τὴν κεφαλὴν περὶ λόγχην Plut.): ἑαυτὸν π. ὀδύναις NT подвергнуть себя страданиям.
}}
}}

Revision as of 02:08, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιπείρω Medium diacritics: περιπείρω Low diacritics: περιπείρω Capitals: ΠΕΡΙΠΕΙΡΩ
Transliteration A: peripeírō Transliteration B: peripeirō Transliteration C: peripeiro Beta Code: peripei/rw

English (LSJ)

   A put on a spit, π. τι περὶ λόγχην Plu.Galb.27 : metaph., pierce, ἑαυτοὺς π. ὀδύναις IEp.Ti.6.10 :—Pass., to be spitted or pierced, ξίφεσι καὶ λόγχαις D.S.16.80 ; Χάρακι Id.19.84; σκόλοπι Ael.NA7.48; ὀβελοῖς Luc.Gall. 2 : metaph., to become entangled, δυσαναπορεύτοις βαράθροις περιπαρέντες Ph.1.672 ; δίκτυα, οἷς ἀνάγκη περιπείρεσθαι Id.2.411, cf. Vett.Val.250.11.    II run into, τοὺς ὀδόντας τῇ δειρῇ Lib. Descr.12.2 (Pass.):—Pass., ἄγκιστρα περιπαρέντα τοῖς ἰχθύσι Ael.NA 15.10.

German (Pape)

[Seite 586] anspießen, anstecken, durchbohren; κρέα περιπεπαρμένα τοῖς ὀβελοῖς, Luc. Gall. 2; περιεπάρη, Pisc. 51; κεφαλὴ περιπεπαρμένη δόρατι, Plut. C. Graech. 17; σκόλοπι περιπαρείς, Ael. H. A. 7, 48.

Greek (Liddell-Scott)

περιπείρω: πείρω περί τι, περῶ εἰς τὴν σοῦβλαν, περιπείραντα περὶ λόγχην (δηλ. τὴν κεφαλὴν τοῦ Γάλβα) Πλουτ. Γάλβ. 27· ἐμπήγω, ἑαυτῷ τὸ ξίφος περιέπειρε Ἰω. Χρυσ. τ. 3, σ. 85Α· μεταφορ., διαπερῶ, ἑαυτοὺς π. ὀδύναις Α΄ Ἐπιστ. πρ. Τιμ. ς΄, 10. ― σουβλίζομαι ἢ διατρυπῶμαι, ξίφεσι καὶ λόγχαις Διόδ. 16. 60· χάρακι ὁ αὐτ. 19. 84· σκόλοπι Αἰλ. π. Ζ. 7. 48· ὀβελοῖς Λουκ. Ὄνειρ. ἢ Ἀλέκτρ. 2· αὐτὸς αὑτῷ π., suo ipse gladio jugulatur, Κλήμ. Ἀλ. 58· φόβῳ περιπαρεὶς Ἐκκλ. ΙΙ. ἐμπίπτω, ἐμπλέκομαι, «δίκτυα, οἷς ἀνάγκη περιπείρεσθαι τοὺς ἀπροόπτως ἔχοντας» Φίλων 2. 411, 24, Ἀθαν. τ. 1, σ. 405. κλ.

French (Bailly abrégé)

f. περιπερῶ, ao.2 Pass. περιεπάρην, etc.
percer de part en part, transpercer : τῷ ἀγκίστρῳ PLUT transpercer avec l’hameçon.
Étymologie: περί, πείρω.

English (Strong)

from περί and the base of πέραν; to penetrate entirely, i.e. transfix (figuratively): pierce through.

English (Thayer)

1st aorist περιεπειρα; to pierce through (see περί, III:3): τινα ξιφεσι, δόρατι, etc., Diodorus, Josephus, Plutarch, Lucian, others; metaphorically, ἑαυτόν ... ὀδύναις, to torture one's soul with sorrows, ἀνηκέστοις κακοῖς, Philo in Flacc. § 1).

Greek Monolingual

ΜΑ
διατρυπώ και περνώ κάτι γύρω από κάτι, σουβλίζω («περιπείραντα περὶ λόγχην [ενν. τὴν κεφαλὴν τοῦ Γάλβα]», Πλούτ.)
αρχ.
1. μπήγω, καρφώνω («ἑαυτῷ τὸ ξίφος περιέπειρε», Ιωάνν. Χρυσ.)
2. μτφ. διαπερνώ («ἑαυτοὺς περιέπειρον ὀδύναις πολλαῑς», ΚΔ)
3. (μέσ. και παθ.) περιπείρομαι
α) εμβάλλομαι, χώνομαι («ἄγκιστρα περιπαρέντα τοῑς ἰχθύσι», Αιλ.)
β) μτφ. εμπλέκομαι, μπερδεύομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + πείρω «διατρυπώ, διαπερνώ»].

Greek Monotonic

περιπείρω: τρυπώ στη σούβλα· μεταφ., διαπερνώ, ἑαυτοὺς περιπείρω ὀδύναις, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

περιπείρω: 1) насквозь прокалывать, пронзать (τῷ ἀγκίστρῳ Plut.; ὀβελοῖς Luc.);
2) втыкать, насаживать (τὴν κεφαλὴν περὶ λόγχην Plut.): ἑαυτὸν π. ὀδύναις NT подвергнуть себя страданиям.