πηλαμύς: Difference between revisions

From LSJ

ἐν δὲ τοῖς φυσικοῖς ἀεὶ οὕτως, ἂν μή τι ἐμποδίσῃ → in natural products the sequence is invariable, if there is no impediment | now with that which is natural it is always thus if there is no impediment

Source
(32)
(3b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ύδος, ἡ, ΜΑ<br />η [[παλαμίδα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται πιθ. για δάνεια λ., ή τ. του προελληνικού γλωσσικού υποστρώματος. Ωστόσο έχει διατυπωθεί και η [[άποψη]] ότι η λ. συνδέεται με τον τ. [[πηλός]]].
|mltxt=-ύδος, ἡ, ΜΑ<br />η [[παλαμίδα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται πιθ. για δάνεια λ., ή τ. του προελληνικού γλωσσικού υποστρώματος. Ωστόσο έχει διατυπωθεί και η [[άποψη]] ότι η λ. συνδέεται με τον τ. [[πηλός]]].
}}
{{elru
|elrutext='''πηλᾰμύς:''' ύδος ἠ пеламида (рыба, разновидность тунца) Soph., Arst.
}}
}}

Revision as of 02:16, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πηλᾰμύς Medium diacritics: πηλαμύς Low diacritics: πηλαμύς Capitals: ΠΗΛΑΜΥΣ
Transliteration A: pēlamýs Transliteration B: pēlamys Transliteration C: pilamys Beta Code: phlamu/s

English (LSJ)

ύδος, ἡ,

   A young tunny (of the first year, acc. to Arist.HA 571a11), S.Fr.503, Phryn.Com.35, Hices. ap. Ath.3.116e, Sostrat. ap. eund.7.303b, Opp.H.1.113, 4.504; vas pelamydum, Juv.7.120.

German (Pape)

[Seite 610] ύδος, ἡ, auch πηλαμίς, eine Art Thunfisch, die auch unter den Namen κορδύλη, κύβιον u. ὄρκυνος vorkommt, in Marseille noch jetzt palamyde genannt; Soph. frg. 446; Ath. VII, 319 a u. öfter; Arist. H. A. 6, 17; Ael.

Greek (Liddell-Scott)

πηλᾰμύς: -ύδος, ἡ, (πηλὸς) εἶδος θύννου, κοινῶς «παλαμύδα», Λατιν. pelamys (λέγεται ὅτι αὕτη εἶναι νεαρὸς θύννος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 17, 11), Σοφ. Ἀποσπ. 446, Φρύν. Κωμ. ἐν «Μούσαις» 5, Ἀθήν. 116Ε, 303Β· ― ἐν Μασσαλίᾳ καλεῖται εἰσέτι palamyde· πρβλ. ὅρκυνος, κορδύλη, κύβιον. ― Ἡ ἁλιεία αὐτῆς ἐλέγετο πηλαμυδεία, ἡ, καὶ ὁ τόπος τῆς ἁλιείας πηλαμυδεῖον, τό, Στράβ. 545, 549 (οὕτως ὁ Κοραῆς ἀντὶ πηλαμυδία, -ύδιον, ἐν Ξενοκρ. σ. 65). ― Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολ. τ. Α΄, σ. 382.

Greek Monolingual

-ύδος, ἡ, ΜΑ
η παλαμίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για δάνεια λ., ή τ. του προελληνικού γλωσσικού υποστρώματος. Ωστόσο έχει διατυπωθεί και η άποψη ότι η λ. συνδέεται με τον τ. πηλός].

Russian (Dvoretsky)

πηλᾰμύς: ύδος ἠ пеламида (рыба, разновидность тунца) Soph., Arst.