προσανατέλλω: Difference between revisions
οἵ γε καὶ ἐν τῷ παρόντι ἀντιπάλως μᾶλλον ἢ ὑποδεεστέρως τῷ ναυτικῷ ἀνθώρμουν → whose navy, even as it was, faced the Athenian more as an equal than as an inferior
(nl) |
(4) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=προσ-ανατέλλω, poët., opstijgen:. ἐς οὐρανόν ten hemel Eur. Suppl. 688. | |elnltext=προσ-ανατέλλω, poët., opstijgen:. ἐς οὐρανόν ten hemel Eur. Suppl. 688. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''προσανατέλλω:''' Eur. [[προσαντέλλω]] подниматься, вздыматься (εἰς οὐρανόν Eur.). | |||
}} | }} |
Revision as of 02:52, 1 January 2019
English (LSJ)
poet. προσαντ-,
A rise up to, ἐς οὐρανόν E.Supp. 688.
German (Pape)
[Seite 750] poet. προσαντέλλω, dazu, daneben aufgehen, aufsteigen, τὴν εἰς οὐρανὸν κόνιν προσαντέλλουσαν, Eur. Suppl. 688.
Greek (Liddell-Scott)
προσανατέλλω: ποιητικ. προσαντ-, ἀνυψοῦμαι, ἀναβαίνω, τὴν εἰς οὐρανὸν κόνιν προσανατέλλουσαν Εὐρ. Ἱκέτ. 688.
French (Bailly abrégé)
s’élever vers.
Étymologie: πρός, ἀνατέλλω.
Greek Monolingual
ΜΑ και ποιητ. τ. προσαντέλλω Α ἀνατέλλω
μσν.
δίνω κάτι σε κάποιον καθώς ανατέλλω («ἡ τῆς ἡμέρας δύναμις... χάριν μοι προσανατέλλουσα», Ανδρ. Κρ.)
αρχ.
ανυψώνομαι περισσότερο («τὴν ἐς οὐρανὸ κόνιν προσανατέλλουσαν», Ευρ.).
Greek Monotonic
προσανατέλλω: ποιητ. προσ-αντ-, ανυψώνομαι, ανεβαίνω προς τα πάνω, σε Ευρ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσ-ανατέλλω, poët., opstijgen:. ἐς οὐρανόν ten hemel Eur. Suppl. 688.
Russian (Dvoretsky)
προσανατέλλω: Eur. προσαντέλλω подниматься, вздыматься (εἰς οὐρανόν Eur.).