πωλεύω: Difference between revisions
ὅτι χρὴ τοῦ μέλιτος ἄκρῳ δακτύλῳ, ἀλλὰ μὴ κοίλῃ χειρὶ γεύεσθαι → that honey should be tasted with the fingertip and not by the handful
(6) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πωλεύω:''' μέλ. <i>-σω</i> ([[πῶλος]]), [[δαμάζω]], [[ημερώνω]], [[εκπαιδεύω]], [[γυμνάζω]] νεαρό [[άλογο]], σε Ξεν. | |lsmtext='''πωλεύω:''' μέλ. <i>-σω</i> ([[πῶλος]]), [[δαμάζω]], [[ημερώνω]], [[εκπαιδεύω]], [[γυμνάζω]] νεαρό [[άλογο]], σε Ξεν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πωλεύω:''' объезжать молодых лошадей Xen. | |||
}} | }} |
Revision as of 03:20, 1 January 2019
English (LSJ)
A break in a young horse, X.Eq.2.1, Poll.1.182, Him.Ecl.13.36:—Pass., ib.21.4: generally, to be trained, of elephants, ὀσμῇ πωλευθησόμενοι Ael.NA13.8; ἐκ νηπίων πεπωλευμένοι ib.16.36.
German (Pape)
[Seite 827] ein junges Pferd bändigen, zureiten, Xen. Hipp. 2, 1; übh. ein junges Thier abrichten, z. B. Elephanten, ὀσμῇ, Ael. H. A. 13, 8. 16, 36.
Greek (Liddell-Scott)
πωλεύω: (πῶλος) πωλοδαμνέω, δαμάζω, ἐκπαιδεύω, ἡμερώνω, γυμνάζω νέον ἵππον, ὅπως γε μὴν δεῖ πωλεύειν δοκεῖ ἡμῖν μὴ γραπτέον εἶναι κτλ. Ξεν. Ἱππ. 2, 1, Πολυδ. Α´, 182· ἐπὶ ἐλεφάντων, ὀσμῇ πωλευθησόμενοι Αἰλ. π. Ζ. 13. 8· ἐκ νηπίων πεπωλευμένοι αὐτόθι 16. 38. - Καθ’ Ἡσύχ.: «πωλεύειν· παιδεύειν πώλους».
French (Bailly abrégé)
dresser de jeunes chevaux, ou en gén. de jeunes animaux.
Étymologie: πῶλος.
Greek Monolingual
Α πῶλος
1. δαμάζω, εκγυμνάζω πουλάρι («πωλεύειν
παιδεύειν πώλους», Ησύχ.)
2. (γενικά) εκγυμνάζω νεαρό ζώο σε κάτι («ἐκ νηπίων πεπωλευμένοι», Αιλ.).
Greek Monotonic
πωλεύω: μέλ. -σω (πῶλος), δαμάζω, ημερώνω, εκπαιδεύω, γυμνάζω νεαρό άλογο, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
πωλεύω: объезжать молодых лошадей Xen.