στιβέω: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
(nl)
(4)
Line 24: Line 24:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=στιβέω [στίβος] betreden.
|elnltext=στιβέω [στίβος] betreden.
}}
{{elru
|elrutext='''στῐβέω:''' обследовать, разведывать: [[πᾶν]] ἐστίβηται - v. l. ἐστίβευται - πλευρὸν ἕσπερον Soph. вся западная сторона (лагеря) обследована.
}}
}}

Revision as of 03:48, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στῐβέω Medium diacritics: στιβέω Low diacritics: στιβέω Capitals: ΣΤΙΒΕΩ
Transliteration A: stibéō Transliteration B: stibeō Transliteration C: stiveo Beta Code: stibe/w

English (LSJ)

   A tread, traverse, once in Pass., πᾶν ἐστίβηται πλευρόν every side has been traversed, searched, S.Aj.874.

German (Pape)

[Seite 943] treten, betreten, – der Spur nachgehen, ausspüren, πᾶν ἐστίβηται πλευρὸν ἕσπερον νεῶν, Soph. Ai. 861, die ganze Stadt ist durchsucht.

Greek (Liddell-Scott)

στῐβέω: (στίβος) πατῶ, περιπατῶ, διέρχομαι, μόνον ἅπαξ ἐν τῷ παθ., πᾶν ἐστίβηται πλευρόν, πᾶσα πλευρὰ ἔχει πατηθῇ, ἐρευνηθῇ, Σοφ. Αἴ. 874· πρβλ. ἀστιβής, ἀστίβητος.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
seul. 3ᵉ sg. pf. Pass. ἐστίβηται;
c. στιβεύω.

Greek Monotonic

στῐβέω: (στίβος), πατώ, πορεύομαι, διέρχομαι — Παθ., πᾶν ἐστίβηται πλευρόν, κάθε πλευρά έχει πατηθεί, κυριευθεί, σε Σοφ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στιβέω [στίβος] betreden.

Russian (Dvoretsky)

στῐβέω: обследовать, разведывать: πᾶν ἐστίβηται - v. l. ἐστίβευται - πλευρὸν ἕσπερον Soph. вся западная сторона (лагеря) обследована.