ὑδρορρόα: Difference between revisions
Κατὰ τὴν ἰδίαν φρόνησιν οὐδεὶς εὐτυχεῖ → Suo arbitratu nullus est felix satis → Kein Mensch nach seinem eignen Denken glücklich ist
(6) |
(4b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὑδρορρόα:''' ἡ, [[αλλά]] σε Αττ. επίσης -ρόη, [[αγωγός]] υδάτων [[επάνω]] από το [[έδαφος]], [[αυλάκι]], [[κανάλι]], [[διώρυγα]], σε Αριστοφ.· λέγεται για [[επάνω]] στη [[στέγη]], υδρορροή, [[λούκι]], [[κρουνός]] νερού, στον ίδ. | |lsmtext='''ὑδρορρόα:''' ἡ, [[αλλά]] σε Αττ. επίσης -ρόη, [[αγωγός]] υδάτων [[επάνω]] από το [[έδαφος]], [[αυλάκι]], [[κανάλι]], [[διώρυγα]], σε Αριστοφ.· λέγεται για [[επάνω]] στη [[στέγη]], υδρορροή, [[λούκι]], [[κρουνός]] νερού, στον ίδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὑδρορρόα:''' ἡ<b class="num">1)</b> канал или канава Arph.;<br /><b class="num">2)</b> сточная труба Arph. | |||
}} | }} |
Revision as of 05:00, 1 January 2019
English (LSJ)
ἡ, but in Att. also ὑδρορρόη acc. to Moer.p.381 P., and so Polyaen.1.37: (ῥοή):—
A water-course, whether on the ground, conduit, sluice, Ar.Ach.922,1186; or on the roof, gutter, spout, Id.V.126; ἀπὸ τῶν ὀφθαλμῶν ὑδρορρόαι δύο ῥέουσιν Eub.98.4. II = ὕδρωψ, AB312. III a hidden rock in the sea, acc. to (the error of) Sch.Ar.Ach.1181.
Greek (Liddell-Scott)
ὑδρορρόα: ἀλλὰ παρ’ Ἀττικ. καὶ ὑδρορρόη, Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 492· (ῥοή)· - ἀγωγός, ὀχετὸς ὕδατος, ἢ ἐπὶ τῆς γῆς, αὖλαξ, διῶρυξ, «κανάλι», Ἀριστοφ. Ἀχ. 922, 1186 ἢ ἐπὶ τῆς στέγης, τὸ κοίλωμα πρὸς ὑποδοχὴν τῶν τῆς βροχῆς ὑδάτων καὶ ἡ ὀπὴ δι’ ἧς ἐκρέουσιν, Ἀριστοφ. Σφ. 126· ἀπὸ τῶν ὀφθαλμῶν ὑδρορρόαι δύο ῥέουσιν Εὔβουλος ἐν «Στεφανοπώλισιν» 1. 4. ΙΙ. = ὕδρωψ, Α. Β. 312. ΙΙΙ. «ὕφαλος πέτρα» κατὰ τὴν (πιθανῶς ἡμαρτημένην) ἑρμηνείαν τοῦ Σχολ. εἰς Ἀριστοφ. Ἀχ. 1185.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 canal;
2 gouttière.
Étymologie: ὕδωρ, ῥοή.
Greek Monolingual
ἡ, Α
(δωρ. τ.) βλ. υδρορρόη.
Greek Monotonic
ὑδρορρόα: ἡ, αλλά σε Αττ. επίσης -ρόη, αγωγός υδάτων επάνω από το έδαφος, αυλάκι, κανάλι, διώρυγα, σε Αριστοφ.· λέγεται για επάνω στη στέγη, υδρορροή, λούκι, κρουνός νερού, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
ὑδρορρόα: ἡ1) канал или канава Arph.;
2) сточная труба Arph.