διαπράττω: Difference between revisions
Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil
(9) |
(nl) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(Α [[διαπράττω]] και [[διαπράσσω]])<br /><b>1.</b> [[εκτελώ]], [[αποπερατώνω]]<br /><b>2.</b> <b>νεοελλ.</b> (για άνοστο ή τετριμμένο [[λογοπαίγνιο]]) «το διέπραξε [[πάλι]]»<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[διέρχομαι]], [[περνώ]]<br /><b>2.</b> [[αποπερατώνω]], [[ολοκληρώνω]]<br /><b>3.</b> (με [[απαρέμφατο]]) [[κατορθώνω]] ώστε...<br /><b>4.</b> <b>μέσ.</b> [[πετυχαίνω]] [[κάτι]], [[αποσπώ]] από άλλον [[προς]] όφελος μου<br /><b>5.</b> [[διαπραγματεύομαι]]<br /><b>6.</b> [[καταστρέφω]], [[εξοντώνω]]<br /><b>7.</b> <b>μέσ.</b> [[επιχειρώ]] και [[πετυχαίνω]] [[σκευωρία]]. | |mltxt=(Α [[διαπράττω]] και [[διαπράσσω]])<br /><b>1.</b> [[εκτελώ]], [[αποπερατώνω]]<br /><b>2.</b> <b>νεοελλ.</b> (για άνοστο ή τετριμμένο [[λογοπαίγνιο]]) «το διέπραξε [[πάλι]]»<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[διέρχομαι]], [[περνώ]]<br /><b>2.</b> [[αποπερατώνω]], [[ολοκληρώνω]]<br /><b>3.</b> (με [[απαρέμφατο]]) [[κατορθώνω]] ώστε...<br /><b>4.</b> <b>μέσ.</b> [[πετυχαίνω]] [[κάτι]], [[αποσπώ]] από άλλον [[προς]] όφελος μου<br /><b>5.</b> [[διαπραγματεύομαι]]<br /><b>6.</b> [[καταστρέφω]], [[εξοντώνω]]<br /><b>7.</b> <b>μέσ.</b> [[επιχειρώ]] και [[πετυχαίνω]] [[σκευωρία]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=δια-πράττω, Dor. διαπράσσω, Ion. διαπρήσσω, aor. act. διέπρηξα, opt. διαπρήξαιμι; ptc. med. διαπρηξάμενος act. volbrengen:; δ. κέλευθον de tocht volbrengen Od. 2.213; met gen.:; διέπρησσον πεδίοιο zij snelden door de vlakte Il. 2.785; met ptc.:; οὔ τι διαπρήξαιμι λέγων ik zou niet klaar komen met spreken Od. 14.197; abs. pregn. succesvol zijn:. τότε πλουτοῦσι διαπράττουσι dan zijn ze rijk en succesvol Aristoph. Eq. 93. verwoesten (steeds pass. ):. πάντα γ ’ ἔστ ’ ἐκεῖνα διαπεπραγμένα alle troepen daar zijn vernietigd Aeschl. Pers. 260; διαπεπράγμεθα het is met ons gedaan Eur. Hel. 858. med. onderhandelen:. πρὸς τὸν Σεύθην περὶ σπονδῶν δ. met Seuthes over een wapenstilstand onderhandelen Xen. An. 7.4.12. bewerkstelligen, gedaan krijgen; met inf.:; διαπεπραγμένος... παρὰ βασιλέως δοθῆναι αὐτῷ hij had van de koning toestemming gekregen Xen. An. 2.3.25; met ὥστε:. διεπράξαντο ὥστε... ἀπέδοσαν τὸν ἡγέμονα zij kregen gedaan dat zij de aanvoerder vrijlieten Xen. An. 4.2.23. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:36, 1 January 2019
French (Bailly abrégé)
att. c. διαπράσσω.
Greek Monolingual
(Α διαπράττω και διαπράσσω)
1. εκτελώ, αποπερατώνω
2. νεοελλ. (για άνοστο ή τετριμμένο λογοπαίγνιο) «το διέπραξε πάλι»
αρχ.
1. διέρχομαι, περνώ
2. αποπερατώνω, ολοκληρώνω
3. (με απαρέμφατο) κατορθώνω ώστε...
4. μέσ. πετυχαίνω κάτι, αποσπώ από άλλον προς όφελος μου
5. διαπραγματεύομαι
6. καταστρέφω, εξοντώνω
7. μέσ. επιχειρώ και πετυχαίνω σκευωρία.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δια-πράττω, Dor. διαπράσσω, Ion. διαπρήσσω, aor. act. διέπρηξα, opt. διαπρήξαιμι; ptc. med. διαπρηξάμενος act. volbrengen:; δ. κέλευθον de tocht volbrengen Od. 2.213; met gen.:; διέπρησσον πεδίοιο zij snelden door de vlakte Il. 2.785; met ptc.:; οὔ τι διαπρήξαιμι λέγων ik zou niet klaar komen met spreken Od. 14.197; abs. pregn. succesvol zijn:. τότε πλουτοῦσι διαπράττουσι dan zijn ze rijk en succesvol Aristoph. Eq. 93. verwoesten (steeds pass. ):. πάντα γ ’ ἔστ ’ ἐκεῖνα διαπεπραγμένα alle troepen daar zijn vernietigd Aeschl. Pers. 260; διαπεπράγμεθα het is met ons gedaan Eur. Hel. 858. med. onderhandelen:. πρὸς τὸν Σεύθην περὶ σπονδῶν δ. met Seuthes over een wapenstilstand onderhandelen Xen. An. 7.4.12. bewerkstelligen, gedaan krijgen; met inf.:; διαπεπραγμένος... παρὰ βασιλέως δοθῆναι αὐτῷ hij had van de koning toestemming gekregen Xen. An. 2.3.25; met ὥστε:. διεπράξαντο ὥστε... ἀπέδοσαν τὸν ἡγέμονα zij kregen gedaan dat zij de aanvoerder vrijlieten Xen. An. 4.2.23.