κακοθυμία: Difference between revisions
ἀλλ' ἐπὶ καὶ θανάτῳ φάρμακον κάλλιστον ἑᾶς ἀρετᾶς ἅλιξιν εὑρέσθαι σὺν ἄλλοις → even at the price of death, the fairest way to win his own exploits together with his other companions | but even at the risk of death would find the finest elixir of excellence together with his other companions | but to find, together with other young men, the finest remedy — the remedy of one's own valor — even at the risk of death
(2b) |
(nl) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''κᾰκοθῡμία:''' ἡ тж. pl. недоброжелательность, неприязнь (πρὸς ἀλλήλους Plut.). | |elrutext='''κᾰκοθῡμία:''' ἡ тж. pl. недоброжелательность, неприязнь (πρὸς ἀλλήλους Plut.). | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=κακοθυμία -ας, ἡ [κακόθυμος: kwaadwillig] kwaadwilligheid. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:56, 1 January 2019
English (LSJ)
ἡ,
A malevolence, πρὸς ἀλλήλους Plu.Lyc.4.
German (Pape)
[Seite 1300] ἡ, böse Gesinnung, Abneigung, ἡ πρὸς ἀλλήλους Plut. Lyc. 4.
Greek (Liddell-Scott)
κᾰκοθῡμία: ἡ, ἐχθρικὴ διάθεσις, ἐκ τῆς ἐπιχωριαζούσης τότε πρὸς ἀλλήλους κακοθυμίας Πλουτ. Λυκοῦργ. 4.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
malveillance, inimitié.
Étymologie: κακός, θυμός.
Greek Monolingual
η (Α κακοθυμία) κακόθυμος
κακή διάθεση, εχθρική διάθεση, αποστροφή
νεοελλ.
ανώμαλη κατάσταση του θυμικού, δυσθυμία, βαρυθυμία, ακεφιά.
Greek Monotonic
κᾰκοθῡμία: ἡ (θυμός), εχθρική διάθεση, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
κᾰκοθῡμία: ἡ тж. pl. недоброжелательность, неприязнь (πρὸς ἀλλήλους Plut.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κακοθυμία -ας, ἡ [κακόθυμος: kwaadwillig] kwaadwilligheid.