κατασπεύδω: Difference between revisions

From LSJ

Ζῶμεν γὰρ οὐχ ὡς θέλομεν, ἀλλ' ὡς δυνάμεθα → Ut quimus, haud ut volumus, aevum ducimus → nicht wie wir wollen, sondern können, leben wir

Menander, Monostichoi, 190
(2b)
(nl)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''κατασπεύδω:''' ускорять, торопить (τὸ [[πρᾶγμα]] Aeschin.; τὸν πόλεμον Plut.).
|elrutext='''κατασπεύδω:''' ускорять, торопить (τὸ [[πρᾶγμα]] Aeschin.; τὸν πόλεμον Plut.).
}}
{{elnl
|elnltext=κατα-σπεύδω bespoedigen.
}}
}}

Revision as of 07:00, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατασπεύδω Medium diacritics: κατασπεύδω Low diacritics: κατασπεύδω Capitals: ΚΑΤΑΣΠΕΥΔΩ
Transliteration A: kataspeúdō Transliteration B: kataspeudō Transliteration C: kataspeydo Beta Code: kataspeu/dw

English (LSJ)

   A urge, hasten on, πρᾶγμα Aeschin.3.67, cf. LXX Ex. 5.13:—Pass., of words, to be urgent or rapid, κατεσπεῦσθαι τὴν φράσιν D.H. Comp.20 (Upton for κατεσπάσθαι) κατεσπεῦσθαι (v.l. -εσπάσθαι) τὴν λέξιν Gal.16.548; τὰ κατεσπευσμένα Longin.19.2; ἡ ἁρμονία οὐ κ. Id.40.4.    2 agitate, dismay, τινα LXX Da.4.16(19).    II intr., make haste, hasten, ib.De.33.2.

German (Pape)

[Seite 1380] betreiben, beschleunigen; τοὺς χρόνους ὑμῶν ὑποτεμνόμενος καὶ τὸ πρᾶγμα κατασπεύδων Aesch. 3, 67; Sp., bes. Rhett.

Greek (Liddell-Scott)

κατασπεύδω: μέλλ. -σω, ἐπιταχύνω τινα, βιάζω, τὸ πρᾶγμα κατασπεύδων Αἰσχίν. 63. 18.- Παθ., ἐπὶ λόγων, εἶμαι κατεπείγων ἢ βιαστικός, ταχύς, ὁρμητικός, κατεσπεῦσθαι τὴν φράσιν καὶ συστέλλεσθαι, ἐν τάχει καὶ ἐν βραχυλογίᾳ ἐκφέρεσθαι, Διογ. Ἁλ. π. Συν. 20, (κατὰ τὸν Upton, ἀντὶ τοῦ κατεσπάσθαι)· τὰ ἀλλήλων διακεκομμένα καὶ οὐδὲν ἧττον κατεσπευσμένα φέρει τῆς ἀγωνίας ἔμφασιν, δηλ., τὸ ἀσύνδετον εἶδος τοῦ λόγου, Λογγῖν. 19. 2· τήν ἁρμονίαν οὐ κ. ὁ αὐτ. 40. 4. 2) ταράττω ἐνοχλῶ (ὡς τὸ κατασπέρχω), διὸ καὶ μετὰ τῶν συνταράσσειν καὶ φοβερίζειν συνάπτεται, τινὰ Ἑβδ. Δαν. Δ΄, 16). ΙΙ. ἀμεταβ., βιάζομαι, σπεύδω, Ἑβδ. (Ἔξ. Ε΄, 13).

French (Bailly abrégé)

hâter vivement, presser, acc..
Étymologie: κατά, σπεύδω.

Greek Monolingual

κατασπεύδω (Α)
1. επισπεύδω, επιταχύνω
2. ταράζω, φοβίζω
3. σπεύδω
4. παθ. κατασπεύδομαι
(για λόγο) είμαι ταχύς, ορμητικός.

Greek Monotonic

κατασπεύδω: μέλ. -σω, πιέζω, βιάζω, παρακινώ ή σπεύδω, επιταχύνω, σε Αισχίν.

Russian (Dvoretsky)

κατασπεύδω: ускорять, торопить (τὸ πρᾶγμα Aeschin.; τὸν πόλεμον Plut.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-σπεύδω bespoedigen.