ψυχροβαφής: Difference between revisions
τίς γὰρ ἁδονᾶς ἄτερ θνατῶν βίος ποθεινὸς ἢ ποία τυραννίς; τᾶς ἄτερ οὐδὲ θεῶν ζηλωτὸς αἰών → What human life is desirable without pleasure, or what lordly power? Without it not even the life of the gods is enviable.
(4b) |
(nl) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ψυχροβᾰφής:''' погруженный в холодную воду (τὸ [[κάρα]] Luc.). | |elrutext='''ψυχροβᾰφής:''' погруженный в холодную воду (τὸ [[κάρα]] Luc.). | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=ψυχροβαφής -ές [ψυχρός, βάπτω] in koud water gedompeld. | |||
}} | }} |
Revision as of 09:12, 1 January 2019
English (LSJ)
ές,
A dipped in cold water, Luc.Lex.5. II imparted by a cold tincture, of colours and scents, ψ. ἄνθη Thphr.Od. 22.
German (Pape)
[Seite 1405] ές, 1) in kaltes Wasser getaucht, Luc. Lex. 5, bes. von glühendem Eisen. – 2) durch kalte Tinktur mitgetheilt, bes. von Farben und Gerüchen, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
ψυχροβᾰφής: -ές, ὁ εἰς ψυχρὸβ ὕδωρ ἐμβαπτισθείς, Λουκ. Λεξιφ. 5. ΙΙ. ὁ διὰ ψυχρᾶς βαφῆς μεταδοθείς, ἐπὶ χρωμάτων, τῶν ἀνθῶν (δηλ. τῶν χρωμάτων) τὰ μὲν ψυχροβαφῆ, τὰ δὲ θερμοβαφῆ Θεοφρ. περὶ Ὀσμ. 22· πρβλ. Salmas. εἰς Solin. σ. 807.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
plongé dans l’eau fraîche ou froide.
Étymologie: ψυχρός, βάπτω.
Greek Monolingual
-ές, ΝΑ
νεοελλ.
(για μέταλλο) αυτός που υφίσταται βαφή με εμβάπτιση σε κρύο νερό
αρχ.
1. βουτηγμένος σε κρύο νερό
2. (για χρώμα) αυτός που βάφει με ψυχρή βαφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχρός + -βαφής (< βάφω) πρβλ. θερμο-βαφής].
Russian (Dvoretsky)
ψυχροβᾰφής: погруженный в холодную воду (τὸ κάρα Luc.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ψυχροβαφής -ές [ψυχρός, βάπτω] in koud water gedompeld.