ἀκρεμών: Difference between revisions
βίος ἀνεόρταστος μακρὴ ὁδὸς ἀπανδόκευτος → a life without feasting is a long journey without an inn | a life without festivals is a long journey without inns | a life without festivals is a long road without inns | a life without festivity is a long road without an inn | a life without festivity is like a long road without an inn | a life without holidays is like a long road without taverns | a life without parties is a long journey without inns | a life without public holidays is a long road without hotels
(1) |
(1) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἀκρεμών:''' όνος ὁ<br /><b class="num">1)</b> сук Arst.;<br /><b class="num">2)</b> ветвь, ветка Eur., Theocr. | |elrutext='''ἀκρεμών:''' όνος ὁ<br /><b class="num">1)</b> сук Arst.;<br /><b class="num">2)</b> ветвь, ветка Eur., Theocr. | ||
}} | |||
{{etym | |||
|etymtx=-όνος<br />Grammatical information: m.<br />Meaning: [[bough]], [[branch]] (Simon.); on the meaning Strömberg Theophrastea 141f., 54f.<br />Other forms: accent after Hdn. Gr. 1, 33; mss. mostly <b class="b3">-έμων</b><br />Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]<br />Etymology: The old etymology with <b class="b3">ἄκρος</b> is improbable, the formation unclear (Chantr. Form. 172f.). That <b class="b3">κρεμών</b> (Eratosth.) would be due to <b class="b3">κρεμάννυμι</b> is most improbable. It is, like the etymology, a desperate attempt to reduce the word to known elements. Fur. 115 adduces <b class="b3">ἀγρεμών κάμαξ</b> (`pole, shaft'), <b class="b3">λαμπάς</b>, <b class="b3">δόρυ</b> H. These facts show that it is a substr. word. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:30, 2 January 2019
English (LSJ)
όνος, ὁ (for the accent v. Hdn.Gr.1.33, -έμων in most codd.): (ἄκρος):—
A bough, branch, Thphr.HP1.1.9; οἱ ἀ. τῶν κλάδων Ael.NA4.38, cf. Simon.183, E.Cyc.455, Theoc.16.96, A.R.2.1101.
German (Pape)
[Seite 81] όνος, ὁ (so accentuiren Arcad. u. Suid., der ἡγεμών vgl.; gew. ἀκρέμων), Spitze des Astes, Ast (von ἄκρος, nach Theophr. οἱ ἀπὸ τοῦ καυλοῦ ἢ στελέχους σχιζόμενοι, τὸ ἐκ τούτων βλάστημα κλάδος, Zweig), ἐλαίας Eur. Cycl. 454; ἔσχατος Theocr. ep. 1, 6; öfter in Anthol., wo χρύσειοι ἀκρ., goldner Kopfschmuck, Ant. Sid. 34 (Pl. 176); Opp. auch von Hörnern, Cyn. 2, 303.
French (Bailly abrégé)
όνος (ὁ) :
branche, rejeton.
Étymologie: ἄκρος.
Spanish (DGE)
-όνος, ὁ
• Grafía: acent. ἀκρέμων Phys.A 57.2, Opp.C.3.181, tb. frec. cód. pero cf. Hdn.Gr.1.33, tard. graf. ἀκραίμων
1 ramo, retoño, vástago φέροιτο ... βότρυν ... ἀπ' ἀκρεμόνων Simon.125.8D., ἐλαίας E.Cyc.455, cf. Thphr.HP 1.1.9, Theoc.16.96, Ep.1.6, Euph.38A.11, A.R.2.1101, ἀκρεμόνας δὲ χεῖρας ἑὰς ποίησε (Βάκχος) Nonn.D.36.309
•fig. ὁ ἐχῖνος, τὸ πονηρὸν πνεῦμα, ... μὴ ἔχων ... ἀκρέμονα ἐν σοί Phys.l.c., ref. a los téntaculos nuevos que le crecen al pulpo, Opp.l.c.
2 fig. persona destacada Epiph.Const.Haer.68.1.8.
Greek Monolingual
ἀκρεμὼν (-όνος), ο (AM) (A και ἀκρέμων)
μσν.
(για πρόσωπα) φύλακας, φρουρός (πρβλ. ακρίτης)
αρχ.
1. κλαδί δέντρου που απολήγει ή διακλαδίζεται σε μικρότερα κλαδιά
2. η άκρη του κλαδιού, κλωνάρι, βλαστάρι
3. (γενικότερα) το άκρο
«κεράων ὰκρεμόνες προτενεῑς» (Οππιανός, Κυν. 2, 303)
4. (μτφρ.) «ἀκρεμόνες σοφίας» — εξέχοντες σοφοί.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. προέρχεται από τη βοτανική ορολογία και σήμαινε αρχικά «το μεγάλο κλαδί» σε αντίθεση με τη λ. κλάδος, που σήμαινε γενικά «το κλαδί». Η λ. συνδέεται ετυμολογικά με ρίζα ak, και προήλθε πιθανώς αναλογικά κατά το πρότυπο του ἀγρεμών. Από τον ίδιο τόπο, με παρετυμολογική σύνδεση προς το ρ. κρεμάννυμι, αποσπάστηκε η λ. κρεμών.
ΠΑΡ. ἀκρεμονικός. Βλ. και λήμμα ακ-].
Russian (Dvoretsky)
ἀκρεμών: όνος ὁ
1) сук Arst.;
2) ветвь, ветка Eur., Theocr.
Frisk Etymological English
-όνος
Grammatical information: m.
Meaning: bough, branch (Simon.); on the meaning Strömberg Theophrastea 141f., 54f.
Other forms: accent after Hdn. Gr. 1, 33; mss. mostly -έμων
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: The old etymology with ἄκρος is improbable, the formation unclear (Chantr. Form. 172f.). That κρεμών (Eratosth.) would be due to κρεμάννυμι is most improbable. It is, like the etymology, a desperate attempt to reduce the word to known elements. Fur. 115 adduces ἀγρεμών κάμαξ (`pole, shaft'), λαμπάς, δόρυ H. These facts show that it is a substr. word.