γλουτός: Difference between revisions
ὑποκατακλίνομαι τοῦ εὶς πλέον ἐναντιοῦσθαι → desist from further opposition;
(1b) |
(1b) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''γλουτός:''' ὁ<b class="num">1)</b> ягодица ([[δεξιός]] Hom.);<br /><b class="num">2)</b> тж. pl. зад Hom., Her., Arst., Plut. | |elrutext='''γλουτός:''' ὁ<b class="num">1)</b> ягодица ([[δεξιός]] Hom.);<br /><b class="num">2)</b> тж. pl. зад Hom., Her., Arst., Plut. | ||
}} | |||
{{etym | |||
|etymtx=Grammatical information: m.<br />Meaning: [[buttock]], du. (X.) and pl. (Il.).<br />Other forms: <b class="b3">γλουτά</b> (sch. Theoc. 6,30).<br />Derivatives: <b class="b3">γλούτια</b> <b class="b2">id.</b>, also medullary tubercles near the pineal gland of the brain (Gal.). <b class="b3">γλουθίον</b> dimin.?<br />Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]<br />Etymology: Compared with Sloven. [[glûta]], <b class="b2">glúta</b> [[lump]], [[swelling]] (if < <b class="b2">*glout-</b>); further OE [[clud]] m. <b class="b2">mass of stone, rock</b>, which is semantically less evident, NEng. [[cloud]] (with. [[ū]]). Without <b class="b2">t-</b>suffix Ved. <b class="b2">glaú-ḥ</b> m. <b class="b2">round lump, wen-like excrescence</b> (with long diphthong); s. Mayrh. EWAia 1, 511. Schwyzer 501 n. 10, 577 n. 11 considers secondary <b class="b3">τ(ο</b>)-suffix (cf. <b class="b3">πρωκτός</b>) - The IE material (Pok. 361) is not very convincing; "Buntes Material" says Frisk. - If the <b class="b3">-θ-</b> is reliable, rather Pre-Greek. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:06, 3 January 2019
English (LSJ)
ὁ,
A buttock, γ. δεξιός Il.5.66, cf. Hp.Fract.13, Arist.HA 493a23: pl., Il.8.340, Hdt.4.9: dual, τὼ γλουτώ X.Eq.7.2: heterocl. pl., γλουτά, τά, Sch.Theoc.6.30. II = σφαίρωμα τῆς κοτύλης, Hsch. (Cf. Skt. glaús 'round lump', Engl. clot.)
Greek (Liddell-Scott)
γλουτός: ὁ, (ἴδε κλόνις) ὁ πρωκτός, Ἰλ. Ε. 66, Ἱππ. Ἀγμ. 761, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 1. 13, 2., 14. 1·- πληθ., τὰ ὀπίσθια, ἐφ’ ὧν καθεζόμεθα, Λατ. nates, Ἰλ. Θ. 340, Ἡρόδ. 4. 9·-παρ’ Ἀττ. κατὰ τὸ πλεῖστον πυγή.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
le derrière ; οἱ γλουτοί les fesses.
Étymologie: DELG pas de mot. i.-e. pour désigner cette partie du corps ; métaph. pop. suggérant la rondeur.
English (Autenrieth)
rump, buttock, Il. 5.66, Il. 8.340. (Il.)
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
1 glúteo, nalga, Il.5.66, Hp.Fract.13, Arist.HA 493a23, Vett.Val.393.8, Q.S.6.401
•frec. en plu. Hdt.4.9, Luc.Am.14, I.AI 15.374, D.C.43.23.2, 62.2.4, Nonn.Par.Eu.Io.21.40
•de anim. grupa op. ἰσχία Il.8.340, cf. Triph.81, Vett.Val.105.17, Thdt.H.Rel.18.1
•en dual X.Eq.7.2.
2 anat. trocánter mayor apófisis externa del fémur, Gal.2.773, cf. Hsch.
• Etimología: De la r. *gelHu̯1- en grado ø/P como aaa. kliuwa ‘bola’, que c. otros grados vocálicos da ai. glau- ‘bola’, gr. γίγγλυμος, etc.
Greek Monolingual
ο (AM γλουτός)
μία από τις δύο στρογγυλές προεξοχές στο κάτω άκρο της ράχης, επάνω στις οποίες καθόμαστε
νεοελλ.
ναυτ. γλουτοί, οι
τα καμπύλα μέρη της πρύμνης του πλοίου πάνω από την ίσαλο γραμμή
αρχ.
πληθ. γλουτοί, οἱ και ουδ. γλουτά, τά
αρθρικές κοιλότητες οστών στις οποίες εφαρμόζονται τα σφαιροειδή άκρα άλλων οστών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τόσο το ελλ. γλουτός όσο και άλλες ινδοευρ. λέξεις με τις οποίες συνδέεται (πρβλ. σλοβεν. gluta, gluta [πιθ. < glout-] «όγκος, οίδημα», αγγλοσαξ. clūd [πιθ. < glūt-] «όγκος από πέτρα, βράχος» κ.ά.) δήλωναν αρχικά την έννοια του «στρογγυλός». Ίσως υπάρχει σχέση και με αρχ. ινδ. glau- «σωρός, βώλος», εξαιτίας του οποίου έχει υποτεθεί υστερογενής προέλευση του οδοντικού επιθήματος στην Ελληνική (πρβλ. χρώς, -τός). Για τον σχηματισμό πρβλ. και το συνών. πρωκτός.
Greek Monotonic
γλουτός: ὁ, οπίσθια, «καπούλια», πρωκτός, σε Ομήρ. Ιλ.· πληθ., τα οπίσθια, Λατ. nates, στον ίδ., σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
γλουτός: ὁ1) ягодица (δεξιός Hom.);
2) тж. pl. зад Hom., Her., Arst., Plut.
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: buttock, du. (X.) and pl. (Il.).
Other forms: γλουτά (sch. Theoc. 6,30).
Derivatives: γλούτια id., also medullary tubercles near the pineal gland of the brain (Gal.). γλουθίον dimin.?
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: Compared with Sloven. glûta, glúta lump, swelling (if < *glout-); further OE clud m. mass of stone, rock, which is semantically less evident, NEng. cloud (with. ū). Without t-suffix Ved. glaú-ḥ m. round lump, wen-like excrescence (with long diphthong); s. Mayrh. EWAia 1, 511. Schwyzer 501 n. 10, 577 n. 11 considers secondary τ(ο)-suffix (cf. πρωκτός) - The IE material (Pok. 361) is not very convincing; "Buntes Material" says Frisk. - If the -θ- is reliable, rather Pre-Greek.