ἐχεπευκής: Difference between revisions

From LSJ

λογισάμενος ὅτι καὶ ἐκ νεκρῶν ἐγεῖραι δυνατὸς ὁ Θεός → in the belief that God was able to raise him up from the dead

Source
(2b)
(1b)
Line 30: Line 30:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἐχεπευκής:''' предполож. остроконечный, острый, т. е. уязвляющий ([[βέλος]] Hom.).
|elrutext='''ἐχεπευκής:''' предполож. остроконечный, острый, т. е. уязвляющий ([[βέλος]] Hom.).
}}
{{etym
|etymtx=Grammatical information: adj.<br />Meaning: adjunct of <b class="b3">βέλος</b> (Α 51, Δ 129), of <b class="b3">σμύρνα</b> or <b class="b3">ῥίζα</b> (Nic. Th. 600 and 866), of <b class="b3">ἀϋτμή</b> (Orph. L. 475).<br />Derivatives: Beside it <b class="b3">περιπευκής</b> (Λ 845), also of <b class="b3">βέλος</b>, and <b class="b3">ἐμπευκής</b> (Nic. Al. 202), of <b class="b3">ὀπός</b>.<br />Origin: IE [Indo-European] [828] <b class="b2">*peuḱ-</b> [[sting]]<br />Etymology: Compoound (Schwyzer 441) of <b class="b3">ἔχειν</b> aund a noun like <b class="b3">*πεῦκος</b>, or a noun of another stem-class (Schwyzer 513; cf. also Chantraine Formation 426). Anyhow it has close relatives in <b class="b3">πεύκη</b> and in <b class="b3">πευκεδανός</b> and <b class="b3">πευκάλιμος</b>. The meaning [[bitter]] (Eust.), seen also in Nic., is clearly from [[sharp]], [[stinging]]. Prop. meaning of <b class="b3">ἐχε-πευκής</b> so prob. <b class="b2">with a point</b>; for cognates outside Greek s. [[πεύκη]]. - Older interpretations in Bq; s. also Bechtel Lex. s. v. Wrong Sturtevant ClassPhil. 3, 435ff.
}}
}}

Revision as of 01:05, 3 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐχεπευκής Medium diacritics: ἐχεπευκής Low diacritics: εχεπευκής Capitals: ΕΧΕΠΕΥΚΗΣ
Transliteration A: echepeukḗs Transliteration B: echepeukēs Transliteration C: echepefkis Beta Code: e)xepeukh/s

English (LSJ)

ές, (πευκ-, cf.

   A pungo) sharp, piercing, βέλος Il.1.51,4.129: expld. by Eust., etc., as bitter, and so later σμύρνη Nic.Th.600; σικύοιο ῥίζα ib.866, cf. Orph.L.475.

German (Pape)

[Seite 1124] ές, βέλος, Il. 1, 51. 4, 129, von πεύκη, die Fichte, entweder von der Bitterkeit des Fichtenharzes übertragen, nach den alten Erklärern ἔχον πικρίαν, bittere, durchdringende Schmerzen habend, bringend, verursachend, od. mit Buttm. Lexil. I p. 17 = spitz, wogegen der spätere Gebrauch des Wortes spricht, z. B. σμύρνα ἐχεπ. Nic. Th. 600, σικύοιο ἐχεπευκέα ῥίζαν ἀγροτέρου 866. Bei Orph. Lith. 469 τείροντα θνητοὺς ἐχεπευκέῖ πάντας ἀϋτμῇ. Vgl. noch ἐχέστονος.

Greek (Liddell-Scott)

ἐχεπευκής: -ές, (πεύκη) Ὁμηρικὸν ἐπίθετον τοῦ βέλους, Ἰλ. Α. 51, Δ. 129. ― κατὰ τὸν Εὐστ. κλ., πικρός, ἀλλὰ κατὰ τὸν Buttm. (Λεξιλ. ἐν λ.), ὀξύς, διαπεραστικός (πρβλ. πεύκη, πικρός)· ― μεταγεν. ποιηταὶ βεβαίως μετεχειρίσθησαν τὴν λέξιν ἐπὶ τῆς σημασίας τοῦ πικρός, ὡς Νικ. Θ. 600, 866, Ὀρφ. Λιθ. 469.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
aigu, pointu.
Étymologie: ἔχω, πευκή.

English (Autenrieth)

ές (cf. πικρός): having a sharp point, sharp, ὀιστός. (Il.)

Greek Monolingual

ἐχεπευκής, -ές (Α)
1. οξύς, διαπεραστικός, αιχμηρός («αὐτοῑσι βέλος ἐχεπευκὲς ἐφιείς βάλλ'» — έριχνε εναντίον τους αιχμηρά βέλη, Ομ. Ιλ.)
2. πικρός («σικύοιο ἐχεπευκέαν ῥίζαν», Νίκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για σύνθετο με α' σύνθ. εχε- (< έχω I) και β' σύνθ. αμάρτυρο ουσ. πεύκος ή άλλης μορφής όνομα, το οποίο θα πρέπει να συνδέεται με το θ. τών πεύκη, πευκεδανός, πευκάλιμος. Η σημ. του επιθ. «πικρός», που απαντά στον Ευστάθιο και στον Νίκανδρο, είναι υστερογενής και προήλθε προφανώς από την αρχική σημ. «οξύς, διαπεραστικός»].

Greek Monotonic

ἐχεπευκής: -ές (πεύκη), Ομηρικό επίθ. του βέλους, πικρός, ή καλύτερα φαρμακερός, οδυνηρός, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

ἐχεπευκής: предполож. остроконечный, острый, т. е. уязвляющий (βέλος Hom.).

Frisk Etymological English

Grammatical information: adj.
Meaning: adjunct of βέλος (Α 51, Δ 129), of σμύρνα or ῥίζα (Nic. Th. 600 and 866), of ἀϋτμή (Orph. L. 475).
Derivatives: Beside it περιπευκής (Λ 845), also of βέλος, and ἐμπευκής (Nic. Al. 202), of ὀπός.
Origin: IE [Indo-European] [828] *peuḱ- sting
Etymology: Compoound (Schwyzer 441) of ἔχειν aund a noun like *πεῦκος, or a noun of another stem-class (Schwyzer 513; cf. also Chantraine Formation 426). Anyhow it has close relatives in πεύκη and in πευκεδανός and πευκάλιμος. The meaning bitter (Eust.), seen also in Nic., is clearly from sharp, stinging. Prop. meaning of ἐχε-πευκής so prob. with a point; for cognates outside Greek s. πεύκη. - Older interpretations in Bq; s. also Bechtel Lex. s. v. Wrong Sturtevant ClassPhil. 3, 435ff.