έννοια: Difference between revisions

From LSJ

Νοεῖν γάρ ἐστι κρεῖττον καὶ σιγὴν ἔχειν → Bene iudicare maius est silentio → Klar denken ist ja besser und verschwiegen sein

Menander, Monostichoi, 370
(12)
 
m (Text replacement - "———————— " to "<br />")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />η (AM [[ἔννοια]]) [[εννοώ]]<br /><b>1.</b> η [[αντίληψη]], η [[σύλληψη]] με τον νου του περιεχομένου ενός συγκεκριμένου ή αφηρημένου πράγματος, η [[ιδέα]] που σχηματίζεται στον νου για ένα [[πράγμα]] («η [[έννοια]] του ανθρώπου»<br />«τοῡ καλοῡ ἔννοιαν ἔχειν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> (λογ. και ψυχολ.) η καθολική [[εικόνα]] ή [[παράσταση]] που περιλαμβάνει τα κύρια γνωρίσματα ενός ή περισσότερων αντικειμένων με τα οποία εκφράζεται η [[ουσία]] τών αντικειμένων αυτών<br /><b>3.</b> [[σημασία]], [[ερμηνεία]], [[νόημα]] φράσεως ή λέξεως<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για [[κατάσταση]], [[έκφραση]], [[ιδιότητα]], [[γεγονός]]) το πραγματικό, ακριβές [[νόημα]] («η [[έννοια]] της ελευθερίας δεν [[είναι]] αντίθετη στη [[νομιμοφροσύνη]]»)<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[σπουδαιότητα]], [[σημασία]] («η [[έννοια]] του διαβήματος [[είναι]] σημαντική»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[σκέψη]], [[διαλογισμός]] («[[ἔννοια]] [[συντονία]] διανοίας», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτό που σχεδίασε [[κάποιος]] να κάνει ή να υποστεί («Ἥρας δὲ τὴν ἔννοιαν ἐν ταυτῷ μένειν», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>(ειδ.)</b> (για [[διαθήκη]]) η [[πρόθεση]] του διαθέτη<br /><b>4.</b> βάσιμη [[κρίση]], έλλογη [[εκτίμηση]], σωστή [[αντίληψη]]<br /><b>5.</b> <b>(ρητορ.)</b> [[σκέψη]] που διατυπώνεται με [[λόγια]].———————— <b>(II)</b><br />η (Μ [[ἔννοια]])<br /><b>βλ.</b> [[έγνοια]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />η (AM [[ἔννοια]]) [[εννοώ]]<br /><b>1.</b> η [[αντίληψη]], η [[σύλληψη]] με τον νου του περιεχομένου ενός συγκεκριμένου ή αφηρημένου πράγματος, η [[ιδέα]] που σχηματίζεται στον νου για ένα [[πράγμα]] («η [[έννοια]] του ανθρώπου»<br />«τοῡ καλοῡ ἔννοιαν ἔχειν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> (λογ. και ψυχολ.) η καθολική [[εικόνα]] ή [[παράσταση]] που περιλαμβάνει τα κύρια γνωρίσματα ενός ή περισσότερων αντικειμένων με τα οποία εκφράζεται η [[ουσία]] τών αντικειμένων αυτών<br /><b>3.</b> [[σημασία]], [[ερμηνεία]], [[νόημα]] φράσεως ή λέξεως<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για [[κατάσταση]], [[έκφραση]], [[ιδιότητα]], [[γεγονός]]) το πραγματικό, ακριβές [[νόημα]] («η [[έννοια]] της ελευθερίας δεν [[είναι]] αντίθετη στη [[νομιμοφροσύνη]]»)<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[σπουδαιότητα]], [[σημασία]] («η [[έννοια]] του διαβήματος [[είναι]] σημαντική»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[σκέψη]], [[διαλογισμός]] («[[ἔννοια]] [[συντονία]] διανοίας», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτό που σχεδίασε [[κάποιος]] να κάνει ή να υποστεί («Ἥρας δὲ τὴν ἔννοιαν ἐν ταυτῷ μένειν», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>(ειδ.)</b> (για [[διαθήκη]]) η [[πρόθεση]] του διαθέτη<br /><b>4.</b> βάσιμη [[κρίση]], έλλογη [[εκτίμηση]], σωστή [[αντίληψη]]<br /><b>5.</b> <b>(ρητορ.)</b> [[σκέψη]] που διατυπώνεται με [[λόγια]].<br /><b>(II)</b><br />η (Μ [[ἔννοια]])<br /><b>βλ.</b> [[έγνοια]].
}}
}}

Revision as of 12:46, 8 January 2019

Greek Monolingual

(I)
η (AM ἔννοια) εννοώ
1. η αντίληψη, η σύλληψη με τον νου του περιεχομένου ενός συγκεκριμένου ή αφηρημένου πράγματος, η ιδέα που σχηματίζεται στον νου για ένα πράγμα («η έννοια του ανθρώπου»
«τοῡ καλοῡ ἔννοιαν ἔχειν», Αριστοτ.)
2. (λογ. και ψυχολ.) η καθολική εικόνα ή παράσταση που περιλαμβάνει τα κύρια γνωρίσματα ενός ή περισσότερων αντικειμένων με τα οποία εκφράζεται η ουσία τών αντικειμένων αυτών
3. σημασία, ερμηνεία, νόημα φράσεως ή λέξεως
νεοελλ.
(για κατάσταση, έκφραση, ιδιότητα, γεγονός) το πραγματικό, ακριβές νόημα («η έννοια της ελευθερίας δεν είναι αντίθετη στη νομιμοφροσύνη»)
μσν.- νεοελλ.
σπουδαιότητα, σημασία («η έννοια του διαβήματος είναι σημαντική»)
αρχ.
1. σκέψη, διαλογισμόςἔννοια συντονία διανοίας», Πλάτ.)
2. αυτό που σχεδίασε κάποιος να κάνει ή να υποστεί («Ἥρας δὲ τὴν ἔννοιαν ἐν ταυτῷ μένειν», Ευρ.)
3. (ειδ.) (για διαθήκη) η πρόθεση του διαθέτη
4. βάσιμη κρίση, έλλογη εκτίμηση, σωστή αντίληψη
5. (ρητορ.) σκέψη που διατυπώνεται με λόγια.
(II)
η (Μ ἔννοια)
βλ. έγνοια.