δίπλα: Difference between revisions
μηδενί δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement on anything until you have heard a speech on both sides
(9) |
m (Text replacement - "———————— " to "<br />") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br /> <b>επίρρ.</b><br /> Ι. 1. παραπλεύρως, στο πλάι<br /> <b>2.</b> πλαγιαστά, [[πλάγια]]<br /> <b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «του ή της [[πέφτω]] [[δίπλα]]» — [[πλησιάζω]] κάποιον με [[υστεροβουλία]]<br /> β) «[[παίρνω]] [[δίπλα]] τα βουνά» — περιπλανιέμαι στα βουνά<br /> γ) «το [[κόβω]], το [[παίρνω]] [[δίπλα]]» — [[πέφτω]] για ύπνο, [[πλαγιάζω]], [[κοιμάμαι]].<br /> [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[διπλά]], ουδ. του επιθέτου [[διπλός]], με αναβιβασμό τόνου]. | |mltxt=<b>(I)</b><br /> <b>επίρρ.</b><br /> Ι. 1. παραπλεύρως, στο πλάι<br /> <b>2.</b> πλαγιαστά, [[πλάγια]]<br /> <b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «του ή της [[πέφτω]] [[δίπλα]]» — [[πλησιάζω]] κάποιον με [[υστεροβουλία]]<br /> β) «[[παίρνω]] [[δίπλα]] τα βουνά» — περιπλανιέμαι στα βουνά<br /> γ) «το [[κόβω]], το [[παίρνω]] [[δίπλα]]» — [[πέφτω]] για ύπνο, [[πλαγιάζω]], [[κοιμάμαι]].<br /> [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[διπλά]], ουδ. του επιθέτου [[διπλός]], με αναβιβασμό τόνου].<br /><b>(II)</b><br /> η (Μ [[δίπλα]])<br /> <b>1.</b> [[πτυχή]] υφάσματος, [[ρυτίδα]] προσώπου<br /> <b>2.</b> (για χορό, [[φίδι]] <b>κ.λπ.</b>) [[γύρισμα]], [[κύκλος]], [[σπείρα]]<br /> <b>νεοελλ.</b><br /> <b>1.</b> [[δοκάρι]] στέγης<br /> <b>2.</b> παραδοσιακό [[γλύκισμα]] με [[αλεύρι]] και αβγά, [[μέλι]] και τριμμένο [[καρύδι]].<br /> [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[διπλώνω]], με υποχωρητικό σχηματισμό (<b>[[πρβλ]].</b> [[απλώνω]] - [[άπλα]])<br /> κατ' άλλους, από το θηλυκό του επιθέτου [[διπλός]] με αναβιβασμό του τόνου [[κατά]] το [[σχήμα]] [[τυφλός]] - [[τύφλα]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:40, 8 January 2019
Greek Monolingual
(I)
επίρρ.
Ι. 1. παραπλεύρως, στο πλάι
2. πλαγιαστά, πλάγια
3. φρ. α) «του ή της πέφτω δίπλα» — πλησιάζω κάποιον με υστεροβουλία
β) «παίρνω δίπλα τα βουνά» — περιπλανιέμαι στα βουνά
γ) «το κόβω, το παίρνω δίπλα» — πέφτω για ύπνο, πλαγιάζω, κοιμάμαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < διπλά, ουδ. του επιθέτου διπλός, με αναβιβασμό τόνου].
(II)
η (Μ δίπλα)
1. πτυχή υφάσματος, ρυτίδα προσώπου
2. (για χορό, φίδι κ.λπ.) γύρισμα, κύκλος, σπείρα
νεοελλ.
1. δοκάρι στέγης
2. παραδοσιακό γλύκισμα με αλεύρι και αβγά, μέλι και τριμμένο καρύδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < διπλώνω, με υποχωρητικό σχηματισμό (πρβλ. απλώνω - άπλα)
κατ' άλλους, από το θηλυκό του επιθέτου διπλός με αναβιβασμό του τόνου κατά το σχήμα τυφλός - τύφλα].